замечательный
Russian > Greek
δεινός, θέσκελος, περίοπτος, γενναῖος, περίβλεπτος, ἐκπρεπής, ἐλλόγιμος, ὀνομαστός, οὐνομαστός, ἀγαστός, ἀξιόκτητος, θαυμαστός, θωϋμαστός, ἀρίσημος, περίσημος, περίσαμος, ἀριδείκετος, ἀξιόλογος, λόγιμος, πολύτιμος, εὔδοξος, ὑπερβάλλων, ὑπέροχος, ὑπείροχος, ἐπήρατος, παράδοξος, ἐπίσημος, εὔπαις, θαυμάσιος, θωϋμάσιος, ἐπιφανής, διάσημος, ἐπίδηλος, παρθένος