ἀκρελεφάντινος
From LSJ
English (LSJ)
ἀκρελεφάντινον, (ἄκρος, ἐλέφας) with extremities of ivory, ἱερόν (i.e. statue) IGRom.3.800 (Syllium).
Spanish (DGE)
-ον
de extremidades de marfil de estatuas τὸ τῆς Τύχης ἱερὸν ἀκρελεφάντινον ἐπίχρυσον IGR 3.800.17 (Silio III d.C.), cf. ID 1409.Ba.2.47 (II a.C.).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκρελεφάντινος, -ον)
αυτός που έχει άκρα (γωνίες κ.λπ.) κατασκευασμένα από ελεφαντόδοντο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + ἐλεφάντινος.