ἀλλοῖος

From LSJ

εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλλοῖος Medium diacritics: ἀλλοῖος Low diacritics: αλλοίος Capitals: ΑΛΛΟΙΟΣ
Transliteration A: alloîos Transliteration B: alloios Transliteration C: alloios Beta Code: a)lloi=os

English (LSJ)

α, ον, (ἄλλος)
A of another sort or kind, different, Il.4.258, 5.638 (v.l.), Od.16.181, etc.; ἄλλοτε ἀλλοῖος Pi.I.4(3).5, cf. P.3.104, Diog.Apoll.2: prov., ἢν πολλὰ βάλλῃς, ἄλλοτ' ἀλλοῖον βαλεῖς 'every bullet has its billet', Com.Adesp.448; ἀλλοῖα φρονεῖν Emp. 108; ἀλλοῖόν τι, euphemism for κακόν τι, other than good, Hdt.5.40; εἴ τι γένοιτο ἀ. Arcesil. ap. D.L.4.44; ἂν.. [ὁ λόγος] ἀλλοιότερος φαν D. Prooem. 32.4, cf.Alex.Aphr.Pr.1.99:—foll. by ... Hdt.2.35, Pl.Ap. 20c, etc.; or by gen., Id.Lg.836b:—Comp. ἀλλοιότερος Hdt.7.212, Th.4.106, D.l.c., Arist.Cael.280a12; ἀλλοιέστερος Epich.186, cf. Sch.Od.2.190.
2 containing or subject to diversity, Porph.Sent. 20,21.
II Adv. ἀλλοίως otherwise, Pl.Ly.212d: Comp. -ότερον X.Mem.4.8.2; ἀλλοιοτέρως worse, Charis.80.17.

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Alolema(s): tb. ἀλλοιότερος; ἀλλοιέστερος Epich.68
I sin valoración precisa
1 diferente ἔργον Il.4.258, φύσις Hp.Praec.9, μηδὲν ἀλλοιότερον Hp.Aër.22, γάμος E.Med.910, δόξα Pl.R.500a, γλῶσσα Plb.2.17.5, ἔσθημα D.C.57.13.5, εἴτε ἀλλοιοτέραν αἴσθησιν κτήσῃ, ἀλλοῖον ζῷον ἔσῃ M.Ant.8.58
pred. otro, diferente, cambiado ἀλλοῖος ... φάνης Od.16.181, cf. Pl.R.598a, ὅσσον <γ'> ἀλλοῖοι μετέφυν ... καὶ τὸ φρονεῖν ἀλλοῖα παρίσταται Emp.B 108, cf. Arist.GA 776b17
c. ac. de rel. ἀλλοῖος χρόα γίνου Thgn.217, ἀλλοῖος πέλευ ὀργήν Thgn.1073, ἀλλοιότεροι ... τὰς γνώμας Th.4.106
c. dat. de rel. καὶ ψυχῇ καὶ σώματι ... ἀλλοιοτέρα Alciphr.4.19.2
neutr. como adv. en forma diferente οὐδὲν ἀλλοιότερον διαβιοὺς ἢ τὸν ἔμπροσθεν χρόνον X.Mem.4.8.2.
2 c. otras formas de la misma raíz: c. ἄλλος cada uno ... uno diferente ἄλλος δ' ἀλλοίην (ἡμέραν) αἰνεῖ Hes.Op.824, cf. Arat.751, ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν Pi.P.3.50
c. ἄλλοτε: diferente cada vez ἄλλοτε δ' ἀλλοῖος Ζηνὸς νόος Hes.Op.483, ὀργὴν δ' ἄλλοτ' ἀλλοίην ἔχει su conducta es variable según los casos Semon.8.11, cf. Pi.I.3.23, πάντα ... ἐκ τοῦ αὐτοῦ ἑτεροιούμενα ἄλλοτ' ἀλλοῖα γίνεται Diog.Apoll.B 2, cf. Epim.1.2.3, prov. ἂν πολλὰ βάλλῃς ἄλλοτ' ἀλλοῖον βαλεῖς si muchas veces tiras, cada vez darás a uno, Com.Adesp.448.
3 c. constr. diferente de, otro que c. ἤ: ἀλλοῖον ... ἄνδρ' ὀλέσασα ... ἢ Ὀδυσῆ' habiendo perdido a un marido diferente ... de Odiseo, Od.19.265, φύσιν ἀλλοίην ... ἢ ... Hdt.2.35, cf. Arist.Cael.280a12
c. gen. ἰδέην ἀλλοίην ... τοῦ ἐπιδημίου Hp.Int.21, ἀλλοῖον ἐπιστήμης Pl.Men.87b, cf. Lg.836b.
II c. valoración gener. negativa, según cont. amplio
1 a veces muy diferente, mucho peor, Od.19.265 (cf. I 3)
o tb. mucho mejor Semon.8.42
pero en gener. diferente de lo bueno, no bueno, desfavorable τι ἀλλοῖον Hdt.5.40, ἂν ... (ὁ λόγος) ἀλλοιότερος φανῇ D.Prooem.32, εἴ τι γένοιτο ἀλλοῖον si me ocurre algo e.e., si muero Arcesilaus en D.L.4.44, εἰ ... ἀλλοιότερόν τι βουλεύσοιτο περὶ τῆς κοινῆς πολιτείας si ... tomaba una medida desfavorable a la confederación Plb.2.50.8, ἡ γὰρ ἐν τῷ Ὀξυρυγχείτη ἀλλοία (ἀγορά) ἐστί pues (el mercado) en Oxirrinco nos es desfavorable, POsl.49.1 en BL 2(2).91 (I/II d.C.) cf. Alex.Aphr.Pr.1.99
contrario, inverso δίκη καὶ θέσμια A.R.2.1018.
2 diferente de la realidad, absurdo ἀλλοῖα φρονῶν καὶ ἀλλοῖα ὁρέων del que sufre un ataque cerebral, Hp.Gland.12.
3 curioso, particular, raro μυελός Arist.PA 652a18, ὀδόντες Arist.PA 678b18
subst. τὸ ἀλλοῖον lo diferente, lo extraño τὸ δὲ ἀφανὲς καὶ ἀλλοῖον D.C.6.3.
III que tiene en si variedad, variado Porph.Sent.20 (var.).
IV adv. ἀλλοίως
1 de otra forma, diferentemente ἄλλοτε καὶ ἀλλοίως Hp.Alim.17, ἀλλοίως ... ἡμῖν δοκεῖ ἢ πρότερον ἔδοξεν Pl.Ly.212d, πάντα ... γιγνόμενα ἀλλοίως D.C.18.4.
2 ἀλλοιοτέρως peor Charis.80.

German (Pape)

[Seite 103] α, ον, anders beschaffen, verschieden im Vergleich mit etwas, Hom. dreimal, Od. 16, 181 ἀλλοῖός μοι, ξεῖνε, φάνης νέον ἠὲ πάροιθον, 19, 265 ἀλλοῖον ἄνδρα, Iliad. 4, 258 ἀλλοίῳ ἐπὶ ἔργῳ; – ἀλλοίην φύσιν παρεχόμενος ἢ οἱ ἄλλοι Her. 2, 35; Plat. ἀλλοῖος, ἢὁ σός Conv. 193 d cf. Men. 87 b; ἢ τοιοῦτος Rep. VIII, 559 b; ἀλλοίους ποιεῖς δρομεῖς τε καὶ παλαιστάς Xen. Mem. 3, 10, 6; mit dem gen. νόμοι ἀλλοῖοι τῶν πολλῶν τρόπων Plat. Legg VIII, 836 b Men. 87 c; – ἀλλοῖόν τι hat zuw. die Bdtg des schlimmen, unglücklichen, euphemistisch für κακόν, Her. 5, 40; vgl. D. L. 4, 44. – Bes. oft verb. mit ἄλλοτε, ἄλλοτ' ἀλλοῖαι αὖραι, πνοαί Pind. Ol. 7, 95 P. 3, 104 vgl. I. 3, 13; Hes. O. 481 ἄλλοτε δ' ἀλλοῖος Ζηνὸς νόος, bald ist er so, bald anders; vgl. Simonid. mul. 11; oft bei Plat., z. B. φαίνεται ἄλλοτε ἀλλοῖον, zu verschiedenen Zeiten crscheint es verschieden, Tim. 50 c; Xen. Cvr. 8, 2, 6. – Compar. Her. 7, 212; Thuc. 4, 106 ἀλλοιότεροι ἐγένοντο τὰς γνώμας, wurden anderen Sinnes, mehr entfremdet; Plat. Crit. 46 d u. sonst, dem posit. fast gleichbedeutend; ἀλλοιέστερον Schol. Od. 2, 190, auch Epicharm. nach Eust. 1441, 15. – Xen. adv. ἀλλοιότερον βιούς, anders, Mem. 4, 8, 2.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 différent, de nature autre ; ἀλλοῖος ἤ autre que ; ἄλλοτε ἀλλοῖος tantôt d'une façon, tantôt d'une autre;
2 autre (que ce qu'il faudrait), càd malheureux, mauvais, pire, fâcheux.
Étymologie: ἄλλος.

Russian (Dvoretsky)

ἀλλοῖος:
1 другой, иной: ἀ. ἠὲ πάροιθεν Hom. иной, чем прежде; ἀ. τινος Plat. отличный от кого(чего)-л.; ἀλλοίην φύσιν παρέχεσθαι ἢ οἱ ἄλλοι Her. обладать иными свойствами, чем другие; ἄλλοτε ἀ. Hes., Pind., Xen., Plat. переменчивый, многообразный; ἀλλοιότεροι ἐγένοντο τὰς γνώμας Thuc. их образ мыслей переменился;
2 другой, прочий, остальной: ἠμὲν ἐνὶ πτολέμῳ ἠδ᾽ ἀλλοίῳ ἐπὶ ἔργῳ Hom. как на войне, так и в прочих делах;
3 неблагоприятный, дурной (εἴ τι γένοιτο ἀλλοῖον Diog. L.): ἵνα μή τι ἀλλοῖον βουλεύσωνται Her. чтобы они не приняли какого-л. неблагоприятного решения.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλοῖος: α, ον (ἄλλος), ἄλλου εἴδους, διάφορος, ἐν συγκρίσει πρός τι ἄλλο, Ἰλ. Δ. 258, Ὀδ. Π. 181, Πίνδ., κτλ.· ἄλλοτε ἀλλοῖος, Πινδ. Ι. 4. 8 (3. 23), κτλ., ἀλλοῖόν τι, κατ’ εὐφημισμὸν ἀντὶ κακόν τι, κυρίως = ἄλλο τι ἢ καλόν, Ἡρόδ. 5. 4· εἴ τι γένοιτο ἀλλοῖον, Διογ. Λ. 4. 44· ἄν… [ὁ λόγος] ἀλλοιότερος φανῇ, Δημ. 1442. 11, πρβλ. ἕτερος: ― ἕνεκα τῆς συγκριτικῆς αὐτοῦ δυνάμεως δύναται ἐνίοτε νὰ ἀκολουθῆται ὑπὸ τοῦ ἤ…, Ἡρόδ. 2. 35, Πλάτ. Ἀπολλ. 20C, κτλ. ἢ ὑπὸ γεν., ὁ αὐτ. Νόμ. 836Β: ― ἀλλ’ ἐν πραγματικῷ συγκριτ. τύπῳ ἀλλοιότερος ἀπαντᾷ ἐν Ἡροδ. 7. 212, Θουκ. 4. 106. Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστ. περὶ Οὐρ. 1. 10, 9· ― μεταγενέστ. ἀλλοιέστερος, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Β. 190, Εὐστ. 2) ἁπλῶς = διάφορος τὸ εἶδος, Πινδ. Π. 3. 90, 187. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ως, ἄλλως, κατ’ ἄλλον τρόπον, Πλάτ. Λυσ. 212· Συγκρ. -ότερον, Ξεν. Ἀπομ. 4. 8, 2: οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., διαφόρως, κατ’ ἄλλον τρόπον, Ἐμπεδ. παρ’ Ἀριστ. Μεταφ. 3, 5. 11.

English (Autenrieth)

of another sort, different; implying inferiority, Od. 19.265.

English (Slater)

ἀλλοῑος of different kinds always with another ἀλλο-word. ἄλλοτ' ἀλλοῖαι διαιθύσσοισιν αὖραι (O. 7.95) ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν (P. 3.50) ἄλλοτε δ' ἀλλοῖαι πνοαὶ ὑψιπετᾶν ἀνέμων (P. 3.104) ἄλλοτε δ' ἀλλοῖος οὖρος πάντας ἀνθρώπους ἐπαίσσων ἐλαύνει (I. 4.5) ἄλλοτ' ἀλλοῖα φρόνει keep different moods for different times fr. 43. 5. frag. ἄλλο[τε δἀλ]λοῖαι περι[ (supp. Lobel.) Θρ. 4. 7.

Greek Monolingual

ἀλλοῖος, -α, -ον (Α) (συγκριτικά αλλοιότερος και αλλοιέστερος)
1. ο άλλου είδους, άλλης φύσεως, αλλιώτικος, διαφορετικός
2. (κατ’ ευφημισμό) αντί του κακός
3. ο υποκείμενος σε διαφοροποίηση
4. επίρρ. άλλοίως, κατά άλλο τρόπο, διαφορετικά
(στον συγκριτικό) ἀλλοιότερον και ἀλλοιοτέρως, χειρότερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλλος
το επίθημα –οῖος αναλογικά προς τα ποῖος, τοῖος, οἷος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλλοιότης, ἀλλοιώδης, ἀλλοιωπός
αρχ.-μσν.
ἀλλοιῶ
νεοελλ.
αλλοιώνω, αλλοιώτικος.
ΣΥΝΘ. ἀλλοιόμορφος
αρχ.
ἀλλοιόστροφος, ἀλλοιοσχήμων, ἀλλοιότροπος
νεοελλ.
αλλοιόσχημος].

Greek Monotonic

ἀλλοῖος: -α, -ον (ἄλλος),
I. από άλλο είδος ή γένος, διαφορετικός, σε Όμηρ.· ἀλλοῖόν τι, ευφημ. αντί κακόν τι, κάτι άλλο πάρα καλό, σε Ηρόδ.· από τη συγκρ. του έννοια, μπορεί να ακολουθ. από το ἤ..., στον ίδ., Πλάτ. κ.λπ.· αλλά ένας πραγματικά συγκρ. τύπος ἀλλοιότερος συναντάται στους Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
II. επίρρ. -ως, αλλιώς, διαφορετικά, σε Πλάτ.· συγκρ. -ότερον, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἄλλος
I. of another sort or kind, different, Hom.; ἀλλοῖόν τι, euphemism for κακόν τι, other than good, Hdt.:—from its comparative force, it may be foll. by ἤ . ., Hom., Plat., etc.:—but an actual comp. ἀλλοιότερος occurs in Hdt., Thuc., etc.
II. adv. -ως, otherwise, Plat.: comp. -ότερον Xen.

English (Woodhouse)

of another kind, of another sort, of other kinds

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)