ἀνάγκα
English (Slater)
ᾰνάγκα (-α, -ας, -ᾳ; -αις) necessity, compulsion, constraint ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ with the hostility of necessity (O. 2.60) μιν ἔντὐ ἀνάγκα πατρόθεν (O. 3.28) σὺν δ' ἀνάγκᾳ μιν φίλον καί τις ἐὼν μελαλάνωρ ἔσανεν (P. 1.51) βοέους δήσαις ἀνάγκᾳ ἔντεσιν αὐχένας (v. l. ἀνάγκας) (P. 4.234) καλὰ γινώσκοντ' ἀνάγκᾳ ἐκτὸς ἔχειν πόδα (P. 4.288) ὥρα πότνια, τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις (N. 8.3) κεράιζε Τυφῶνα πεντηκοντοκέφαλον ἀνάγκᾳ Ζεὺς πατὴρ was compelled to fr. 93. βιαίᾳ δαμεὶς ἀνάγκᾳ by inescapable violence Παρθ. 1. 1. σὺν δ' ἀνάγκᾳ πᾶν καλὸν fr. 122. 9. Ταρτάρου πυθμέναπτίξεις ἀφανοῦς σφυρηλάτοις ἀνάγκαις beaten chains of compulsion fr. 207. c. inf., θανεῖν δ' οἷσιν ἀνάγκα (O. 1.82) frag. Κρ]ονίων νεῦσεν ἀνάγκᾳ[ Δ. 4. 17.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάγκα: ἡ дор. = ἀνάγκη.
French (Bailly abrégé)
dor. c. ἀνάγκη.