ἀνίκητος
English (LSJ)
[ῑ], Dor. ἀνίκατος, ον,
A unconquered, unconquerable, invincible Hes. Th.489, Tyrt.11.1, Thgn.491, Pi.P.4.91, S.Ant.781, Ph.78, E.Andr. 997, etc. Adv. ἀνικήτως = invincibly, unconquerably, unbeatably Phld.Ir.p.67 W., Hsch. s.v. ἀτρώτως.—Poet., but used by Gorg.Fr.11, Pl.R.375b, X.Cyn.1.17, and in later Prose, LXX 2 Ma.11.13, Plu.Alex.14, etc.; λεύκη ἀνίκητος, name of a plaster, Crito ap.Gal.12.487.
II ἀνίκητον, τό, = ἄνηθον, dill, Anethum graveolens, anethum Plin.HN20.186, Ps.-Dsc.3.58.2. = σμῖλαξ τραχεῖα, Id.4.142.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): dór. ἀνίκατος Stesich.166.14S., S.Ant.781
• Prosodia: [-ῑ-]
I invencible de pers., usado como apelativo de dioses y héroes: de Zeus, Hes.Th.489, de Heracles, Tyrt.7.1, de Atalanta, Stesich.l.c., de Eros, S.l.c., de Dioniso, E.Ba.1001, de Polideuces, Theoc.22.111, ἀνήρ B.5.57, tb. de emperadores romanos: de Constantino SEG 26.1365.2.15, PCair.Isidor.13.8 (IV d.C.)
•en gener. ἀνίκητος δέ τοι οὗτος ὃς πολλὰς πίνων μή τι μάταιον ἐρεῖ el invencible es el que después de beber muchas (copas) no dice ningún disparate Thgn.491, cf. Amyntas 5299, X.Cyn.1.17, Plu.Alex.14, LXX 2Ma.11.13, 4Ma.9.18, Gerasa 141
•de cosas y abstr. φαρέτρα Pi.P.4.91, ὅπλα S.Ph.78, φιλοτιμία Gorg.B 11.4, τὸ κακόν Hdt.3.52, δύναμις LXX 3Ma.6.13, σίδηρος Nonn.D.36.466.
II subst.
1 n. de un emplasto = λεύκη ἀνίκητος Crito en Gal.12.487.
2 bot. ἀνίκητον, τό
a) aneto, eneldo, Anethum graveolens L., Ps.Dsc.3.58, Plin.HN 20.186;
b) zarzaparrilla, Smilax aspera L., Ps.Dsc.4.142.
III adv. ἀνικήτως = de forma invencible Phld.Ir.p.67, Hsch.s.u. ἀτρώτως.
German (Pape)
[Seite 237] unbesiegt, unbesiegbar, Hes. Th. 489; φαρέτρα Pind. P. 4, 91; öfter Tragg. u. in Prosa.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
invincible.
Étymologie: ἀ, νικάω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνίκητος: дор. ἀνίκᾱτος 2 (ῑ) непобежденный, непобедимый, неодолимый Hes., Pind., Soph., Eur., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνίκητος: [ῑ], Δωρ. -ᾶτος, -ον, ὁ μὴ νικηθεὶς ἢ ὁ μὴ νικώμενος, ἀήττητος, Ἡσ. Θ. 489, Τυρτ. 7. 1, Θέογν. 491, Πινδ. Π. 4. 161, Σοφ. Ἀντ. 781, Φ. 78, Εὐρ., κτλ. ― Ἐπίρρ. -τως, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀτρώτως.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνίκητος και αρχ. δωρ. τ. ἀνίκατος, -ον)
αήττητος, ακατάβλητος, αυτός που δεν νικήθηκε ή δεν μπορεί να νικηθεί
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀνίκητον
το άνηθο.
Greek Monotonic
ἀνίκητος: [ῑ], Δωρ. -ᾶτος, -ον (νικάω), ανίκητος, ακαταμάχητος, αήττητος, σε Ησίοδ. κ.λπ.
Middle Liddell
νικάω
unconquered, unconquerable, Hes., etc.
English (Woodhouse)
Léxico de magia
-ον invencible de divinidades ἐπικαλοῦμαί σε, Ζεῦ, Ἥλιε, Μίθρα, Σάραπι, ἀνίκητε ta invoco a ti, Zeus, Helios, Mitra, Sarapis, invencible P V 5 ἐξορκίζω ὑμᾶς κατὰ τοῦ ἀνικήτου θεοῦ Ἰάω os conjuro a vosotros por el dios invencible Iao SM 45 3
Translations
invincible
Armenian: անհաղթ, անհաղթելի; Azerbaijani: basılmaz, məğlubedilməz, yenilməz; Belarusian: непераможны; Bulgarian: непобедим; Catalan: invencible; Chinese Mandarin: 無敵, 无敌, 不敗, 不败; Czech: neporazitelný; Dutch: onoverwinnelijk, onoverwinnelijke; Esperanto: nevenkebla; Finnish: voittamaton; French: invincible; German: unbesiegbar; Greek: ἀάατος, ἀγναμπτοπόλεμος, ἀδάμας, ἀδάματος, ἀδαμής, ἀδήριτος, ἀήσσητος, ἀήττητος, ἀκαταγώνιστος, ἀκαταμάχητος, ἀκατανίκητος, ἀκαταπολέμητος, ἀκαταπόνητος, ἀκράτητος, ἄληπτος, ἀμάχητος, ἄμαχος, ἀμεσολάβητος, ἀνίκατος, ἀνίκητος, ἀπάλαιστος, ἀπαρηγόρητος, ἀπεριγένητος, ἀπολέμητος, ἀπόλεμος, ἀπόμαχος, ἄπορος, ἀπρόσβλητος, ἀπρόσμαχος, ἀπτόλεμος, ἀτρίακτος, αὐτόλιθος, ἀχείρωτος, δυσανταγώνιστος, δυσέλεγκτος, δύσμαχος, δυσνίκητος, δυσπάλαιστος, δυσπολέμητος, κραταιός, ὑπέρβιος; Icelandic: ósigrandi; Irish: dochloíte, dosháraithe; Italian: invincibile, imbattibile; Japanese: 倒せない, 無敵の, 不敗の, 難攻不落の; Kurdish Central Kurdish: نەبەز; Latin: invictus; Latvian: neuzvarams; Lithuanian: nenugalimas, neįveikiamas; Macedonian: непобедлив; Malay: tidak terkalahkan; Malayalam: അജയ്യ, അജയ്യനായ; Manx: neuvainshtyragh; Norwegian: uovervinnelig; Old English: unoferswīþendlīċ; Polish: niezwyciężony; Portuguese: invencível; Romanian: invincibil, imbatabil; Russian: непобедимый; Sanskrit: अजेय, अषाढ, दुराधर, दुराधर्ष, दुर्जय, अजित; Serbo-Croatian Cyrillic: непобѐдив, непобјѐдив; Roman: nepobèdiv, nepobjèdiv; Slovak: neporaziteľný; Slovene: nepremagljiv; Spanish: invencible; Swedish: oövervinnerlig; Tagalog: masusupil; Tamil: வெல்லமுடியாத; Thai: อยู่ยงคงกระพัน; Turkish: yenilmez; Ukrainian: непереможний