ἀναγκόσιτος

English (LSJ)

ἀναγκόσιτον, eating perforce, i.e. getting what one can, epithet of parasites, Crates Com.44, Nicostr.Com.32.

Spanish (DGE)

(ἀναγκόσῑτος) -ον
que come lo mínimo, lo que puede del parásito, Crates Com.44.

German (Pape)

[Seite 183] gezwungen, nach strengen diätetischen Vorschriften essend, Crates u. Nicostr. bei Ath. II, 47 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναγκόσῑτος: -ον, = ἀναγκοφάγος, ὁ ἀναγκοφαγῶν, ὁ ὢν ἐν ἀνάγκῃ νὰ ἐσθίῃ ὅ,τι ἂν εὕρῃ, ἐπὶ παρασίτων, Κράτης ἐν Ἀδήλ. 6, Νικόστρ. ἐν Ἀδήλ. 6.

Greek Monolingual

ἀναγκόσιτος, -ον (Α)
1. αυτός που τρώει σύμφωνα με ορισμένη ιατρική δίαιτα
2. (για παράσιτο) ο αναγκασμένος να τρώει οτιδήποτε βρίσκει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάγκη + σῖτος.