ἀναδενδράδιον

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀναδενδράδιον: τό, τόπος κατάφυτος ἐξ ἀναδενδράδων ἢ μικρὰ ἀναδενδράς, Κ. Πορφύρ. Ἔκθ. Β΄ Τάξ. 201. 9, ― 515. 17.