δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
ἀναδενδράδιον: τό, τόπος κατάφυτος ἐξ ἀναδενδράδων ἢ μικρὰ ἀναδενδράς, Κ. Πορφύρ. Ἔκθ. Β΄ Τάξ. 201. 9, ― 515. 17.