ἀναντίληπτος
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναντίληπτος | Medium diacritics: ἀναντίληπτος | Low diacritics: αναντίληπτος | Capitals: ΑΝΑΝΤΙΛΗΠΤΟΣ |
Transliteration A: anantílēptos | Transliteration B: anantilēptos | Transliteration C: anantiliptos | Beta Code: a)nanti/lhptos |
English (LSJ)
ον, A insensible to, ἀλγηδόνων Dsc.Eup.1.12.
* Abbreviations: ALL | General | Authors & Works
Spanish (DGE)
-ον insensible a ἀλγηδόνων Dsc.Eup.1.12.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀναντίληπτος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έγινε αντιληπτός, αισθητός
2. αυτός που δεν έτυχε κοινωνικής αντιλήψεως και περιθάλψεως
αρχ.
αυτός που δεν αντιλαμβάνεται, δεν αισθάνεται κάτι, αναίσθητος, μη ευαίσθητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν-στερ. + ἀντιληπτός. Η λ. μαρτυρείται από το 1846 στον Χρ. Νικολαΐδη (Αδριανουπολίτη)].