ἀναπείθω
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
English (LSJ)
(Arc. ἀμπείθω SIG306.59),
A persuade, convince, X.Mem.1.2.52, al.:—Pass., Th.1.84.
2 persuade, move to do a thing, c. acc. pers. et inf., Hdt.1.124,156, etc.; foll. by Conj., ἀναπείθω ὡς χρή . . Id.1.123; ἀναπείθω λόγῳ ὅκως . . 1.37: c. dupl. acc., ἀναπείθω τινά τι persuade one of a thing, Ar.Nu.77, cf. AP9.438 (Phil.).
3 seduce, mislead, τινά Hdt.3.148, 5.66, etc.; ἀναπείθω χρήμασι, ἀναπείθω δώροις, bribe, Ar.Pax622, X.Cyr. 1.5.3; χρυσίον διδοὺς ἀναπείσεις ὅπως . . Ar.Eq.473, cf. PMagd.14.3, Act.Ap.18.13:—Pass., ἀναπεπεισμένος = bribed, Ar.V.101.
Spanish (DGE)
I 1convencer, persuadir c. ac. de pers. ἴσως ἂν ἀναπείσαιμεν ἱκετεύοντέ νιν E.Hel.825, τοὺς νέους X.Mem.1.2.52, en v. pas. μὴ ἀναπεισθῆτε ὑπὸ τούτου Lys.6.55, ἀναπεισθεὶς ὑπὸ ὑμῶν Pl.Hp.Ma.304c, cf. Lg.941b, Th.1.84, Plu.2.38b.
2 c. constr. complet.: en tema de pres. o fut. incitar, inducir a, convencer de, en aor. sigmático lograr persuadir, convencer c. ac. de pers. e inf. τὸν δῆμον ἀναπείθουσι ψηφίζεσθαι inducen al pueblo a votar Lys.13.59, οὐκ ἀναπείσει μιν μεταβουλεύσασθαι Hdt.1.156, ἀναπείθουσι κωμῳδῆσαι τὸν Σωκράτη Ael.VH 2.13, τὴν γυναῖκα αὐτοῦ ἀνέπεισεν ὡς αὑτὸν ἐλθεῖν logró convencer a la mujer de aquél a ir a su casa Arist.Pol.1303b25, Πέρσας ... ἀναπείσας ἀπίστασθαι Hdt.1.124, ἵνα μὴ ἀναπείσῃ ... αὐτὸν ... κακὸν γενέσθαι Hdt.3.148, ἀνέπεισεν τὸν υἱὸν ... συγγράψασθαι PMagd.14.4 (III a.C.)
•c. dos ac. persuadir a alguien de algo (ὁδός) ἣν ἢν ἀναπείσω τουτονί, σωθήσομαι (un camino) que si le persuado a cogerlo, estoy salvado Ar.Nu.77, γαστὴρ καὶ βαιοτάτους ἀνέπεισεν ... ἐρέτας el estómago convenció incluso a los más insignificantes a convertirse en remeros, AP 9.438 (Phil.)
•c. conj. ἀνέπειθε ὡς χρή ... Hdt.1.123, λόγῳ ἀνάπεισον ὅκως ... convénceme con razones de que ... Hdt.1.37.
3 corromper, sobornar c. ac. en cont. peyorativos τὴν Πυθίην Hdt.5.66, ταῦτά μ' οὔτε ἀργύριον ... διδοὺς ἀναπείσεις Ar.Eq.473, χρήμασιν Ar.Pax 622, δώροις X.Cyr.1.5.3, ἀναπεπεισμένος = sobornado Ar.V.101.
II en v. med. dejarse persuadir μετὰ τοῦ ἀληθοῦς σκοπῶν ἀναπειθέσθω Th.6.89, cf. Plb.29.4.3, Ar.V.278.
German (Pape)
[Seite 201] 1) zu etwas Anderem überreden, umstimmen, Plat. Gorg. 493 a Hipp. min. 370 a. – 2) überreden, zu etwas bewegen, τοὺς ἀκούοντας δρᾶν τοῦτο Plat. Theaet. 166 c, wie schon Her. 7, 123; τινά τι, Ar. Nubb. 77; γνώμην ἀναπείσας Av. 460; χρήμασι, δώροις, bestechen, Pax 605; Xen. Cyr. 1, 5, 4, wo diesem πείθειν λόγοις entgegensteht; verführen, Mem. 3, 11, 10; Symp. 8, 20; aufwiegeln, Batrach. 122.
French (Bailly abrégé)
1 persuader : τινά qqn ; τι τινά qch à qqn;
2 en mauv. part séduire, corrompre : καὶ δώροις καὶ χρήμασιν ἀναπειθόμενοι XÉN persuadés, càd séduits par des présents et de l'argent;
NT: inciter pousser à ; être instigateur ; solliciter.
Étymologie: ἀνά, πείθω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναπείθω: поэт. ἀμπείθω
1 переубеждать, убеждать, уговаривать, склонять, побуждать (τινά Eur., Thuc., Plat.): ἀ. τινά τι Arph., Plut. убеждать кого-л. в чем-л.; ἀνεπείσθην ὑπό τινος ποιεῖν τι Xen. меня уговорили сделать что-л.;
2 соблазнять, подкупать (καὶ δώροις καὶ χρήμασιν Xen.): ἀ. τινὰ κακὸν γενέσθαι Her. совращать кого-л.; ἀναπεπεισμένος Arph. будучи подкуплен.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπείθω: μέλλ. -πείσω, καταπείθω τινὰ καὶ προσελκύω αὐτὸν πρὸς τὸ μέρος μου, Ξεν. Ἀπομ. 1. 2, 52, καὶ ἀλλ.: - Παθ., Θουκ. 1. 84. 2) ἐν γένει, ἁπλῶς καταπείθω τινά, παρακινῶ αὐτὸν νὰ πράξῃ τι, μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., Ἡρόδ. 1. 124, 156, καὶ ἀλλ., καὶ Ἀττ., ἑπομένου συνδέσμου, ἀναπείθ. ὡς χρή... ὁ αὐτ. 1.123· ὡσαύτως, ἀναπείθ. λόγῳ ὅκως..., 1. 37· μετὰ διπλῆς αἰτιατ., ἀναπείθ. τινά τι, καταπείθω τινὰ ὡς πρός τι πρᾶγμα, Ἀριστοφ. Νεφ. 77. 3) ἀποπλανῶ, ἐξαπατῶ, τινὰ Ἡρόδ. 3.148., 5. 66, Ξεν., κτλ., πληρέστερον, ἀν. χρήμασι, δώροις, διαφθείρω, Ἀριστοφ. Εἰρ. 622, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 3· χρυσίον διδοὺς ἀναπείσεις ὅπως... Ἀριστοφ. Ἱππ. 473: - Παθ., ἀναπεπεισμένος, διεφθαρμένος διὰ χρημάτων, δωροδοκήσας, δηλ. δεχθεὶς δῶρα, ὁ αὐτ. Σφ. 101· πρβλ. πείθω ΙΙ. 3.
English (Strong)
from ἀνά and πείθω; to incite: persuade.
English (Thayer)
to stir up by persuasion (cf. German aufreizen), to solicit, incite: τινα τί ποιῆσαι, Herodotus, Thucydides, Plato, Xenophon, others.
Greek Monolingual
(Α ἀναπείθω) μεταβάλλω τη γνώμη κάποιου, τον μεταπείθω
αρχ.
1. πείθω, παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι
2. παρασύρω, δελεάζω, δωροδοκώ.
Greek Monotonic
ἀναπείθω: Αρκαδ. ἀμπ-, μέλ. -πείσω,
1. προσεταιρίζομαι, καταπείθω, σε Ξεν. — Παθ., σε Θουκ.
2. μεταπείθω, παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι, με αιτ. προσ. και απαρ., σε Ηρόδ., Αττ.· ἀν. τινά τι, πείθω κάποιον για κάτι, σε Αριστοφ.
3. παραπλανώ, εξαπατώ, τινά, σε Ηρόδ. κ.λπ.
Middle Liddell
1. to bring over, convince, Xen.:— Pass., Thuc.
2. to persuade, move to do a thing, c. acc. pers. et inf., Hdt., Attic; ἀν. τινά τι to persuade one of a thing, Ar.
3. to seduce, mislead, τινά Hdt., etc.
Chinese
原文音譯:¢nape⋯qw 安那-胚拖
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向上-說服 相當於: (נָשָׁא)
字義溯源:引起,勸說,勸,誤導;由(ἀνά)*=上,回復)與(ἐπισείω / πείθω)*=說服)組成。
同義字:1) (ἀναπείθω)引起,勸說 2) (ἐπισείω / πείθω)說服 3) (πιστεύω)相信 4) (ὑπακούω)聽從
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 勸(1) 徒18:13
Lexicon Thucydideum
perpellere, persuadere, to impel, persuade, 1.126.5, 3.70.6, 5.80.2, 8.52.1,
PASS. 1.84.2, 1.140.1, 1.140.12.14.1, 2.65.2, 2.101.5, 3.94.3, 6.60.2, 6.87.1, 8.5.2,
sententiam mutare, to change one's mind, 6.89.3.