ἀνεπιτήδειος

From LSJ

Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπιτήδειος Medium diacritics: ἀνεπιτήδειος Low diacritics: ανεπιτήδειος Capitals: ΑΝΕΠΙΤΗΔΕΙΟΣ
Transliteration A: anepitḗdeios Transliteration B: anepitēdeios Transliteration C: anepitideios Beta Code: a)nepith/deios

English (LSJ)

ἀνεπιτήδειον (α, ον Gp.5.26.3), Ion. ἀνεπιτήδεος, η, ον:—
A unserviceable, unfit, of persons and things, X.HG.6.4, etc.; πρός τι Pl.Sph.219a; in a positively bad sense, mischievous, prejudicial, Hdt.1.175, Th.3.71; γνῶναί τι ἀ. περί τινος And.2.28; of bad omens, X.HG1.4.12; of food, Hp.Acut.17 (Comp.), VM20: c. inf., unfitted to .., Lys.31.2. Adv. ἀνεπιτηδείως = unsuitably, inappropriately, ἀνεπιτηδείως πράττειν = fare ill, opp. εὖ πράττειν = fare well, ib.5; ἀνεπιτηδείως ἔχειν Plu.2.819a: Comp. ἀνεπιτηδειότερον Pl.Lg.813b.
2 unkind, unfriendly, X.HG7.4.6; ἄλλους τινὰς ἀνεπιτηδείους ἀνήλωσαν, i.e. political opponents, Th.8.65; στῆλαι ἀ. IG22.43A34.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): jón. ἀνεπιτήδεος Hdt.1.175
• Morfología: [fem. -α Gp.5.26.3, 12.3.5]
I 1inadecuado para c. inf. o πρός y ac., de pers. βουλεύειν Lys.31.2
de abstr. y cosas λόγον οὐκ ἀνεπιτήδειον ... πρὸς ὃ βουλόμεθα Pl.Sph.219a, πρὸς τὸ διαπονεῖν οὐκ ἀνεπιτηδειότερον Pl.Lg.813b, πρὸς καλλιοινίαν Gp.5.26.3.
2 abs. de pers. incapaz, inútil, inexperto en cosas del mar, X.HG 1.6.4, cf. PSI 234.15 (II d.C.)
de cosas y abstr. impropio, inadecuado de alimentos, Hp.VM 14, 20, ἢν ... πίωσι πτισάνης ἀνεπιτηδειότερον Hp.Acut.17, λόγος Pl.Ti.20d, (ἔριον) φαῦλον καὶ ἀνεπιτήδειον (lana) de mala calidad e inservible Arist.Pol.1258a27, λόγους ἀνεπιτηδείους ... πλάττοντες Plu.2.151f, γῆ Gp.12.3.5, βιβλιοθήκη PFam.Teb.15.115 (II d.C.), τόποι PFam.Teb.15.68 (II d.C.)
neutr. τι ἀνεπιτήδειον ποιεῖν = hacer alguna inconveniencia, obrar mal ὥστε μηδὲν ποιεῖν ἀνεπιτήδειον Democr.B 264, πράσσειν Th.3.71, λέγειν Isoc.12.22, ἀκοῦσαί τι ἀνεπιτήδειον D.48.8
τι ... ἀνεπιτήδεον ἔσεσθαι suceder algún infortunio Hdt.1.175, οὐκ ἀνεπιτήδειον ἡγησάμην διελθεῖν I.AI 12.58.
II de pers. enemigo, desafecto c. dat. o gen. τοῖς ἐπιτηδείοις ἀνεπιτήδειοι falsos amigos para los amigos Lys.8.1, abs. Ἀθηναῖοι X.HG 7.4.6, οἱ ἀνεπιτήδειοι οἰκετῶν Plb.31.14.2
oponente político ἄλλους τινὰς ἀνεπιτηδείους ... ἀνήλωσαν Th.8.65
de cosas hostil στῆλαι ὀσαι (sic) Ἀθήνησι ἀνεπιτήδεωι IG 2243A.34 (IV a.C.)
de augurios contrario X.HG 1.4.12.
III adv. ἀνεπιτηδείως: ἀνεπιτηδείως πράττειν = estar en dificultades, estar en mala situación Lys.31.5, cf. τῶν ἀ. ἐχόντων Plu.2.819a.

German (Pape)

[Seite 225] ion. ἀνεπιτήδεος (Geop. auch 3 E.), ungeschickt, unpassend, unanwendbar, βουλεύειν Lys. 31. 1; πρός τι Plat. Soph. 219 a; ἀρχαί Legg. VI, 751 b; ναύαρχοι Xen. Hell. 1, 6, 4; widerwärtig, Her. 1, 175; vgl. Xen. Hell. 1, 4, 5; von widriger Vorbedeutung, widerstrebend, feindlich, 7, 4, 6; Andoc. 2 z. E.; Lys. 8, 1. – Adv. compar., ἀνεπιτηδειότερον, Plat. Legg. VII, 813 a.

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
I. qui n'est propre à rien;
II. contraire, fâcheux :
1 en gén.
2 particul. de mauvais augure pour, τινι;
3 malveillant, hostile.
Étymologie: , ἐπιτήδειος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεπιτήδειος: 2, ион. ἀνεπιτήδεος 3
1 неподходящий, непригодный, неспособный (πρός τι Xen., Plat.): ἀ. βουλεύειν Lys. неподходящий в качестве члена государственного совета;
2 неблагоприятный, дурной (ἀνεπιτήδειόν τι Her., Thuc.);
3 неприязненный, враждебный (λόγοι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπιτήδειος: -ον, (α, ον, Γεωπ. 5. 26, 3), Ἰων. εος, η, ον: - ἀκατάλληλος, ἄχρηστος, ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμ., Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 4, Πλάτ., κτλ.· πρός τι Πλάτ. Σοφ. 219Α· καὶ ἐπὶ θετικῆς κακῆς σημασίας, ἐπιβλαβής, βλαβερός, Ἡρόδ. 1. 175, Θουκ. 3. 71· γνῶναί τι ἀν. περί τινος Ἀνδοκ. 23. 15· ἐπὶ κακῶν οἰωνῶν, Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 12· ἀνεπ. τινι, ἐπὶ τροφῆς, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 386, π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17: μετ’ ἀπαρ. ἀκατάλληλος εἰς ..., ἀνεπιτήδειος, Λυσ. 186. 44: - Ἐπιρρ., ἀνεπιτηδείως πράττειν, οὐχὶ προσηκόντως, δηλ. κακῶς, Λυσ. 187. 14. - Συγκρ. -ότερον Πλάτ. Νόμ. 813Β. 2) δυσμενής, οὐχὶ φιλικός, τραχύς, Ἀνδοκ. 23. 15, Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 6· ἄλλους τινὰς ἀνεπιτηδείους ... ἀνήλωσαν, ἄλλους ἐχθρούς, ὅ ἐ. πολιτικοὺς ἀντιπάλους, Θουκ. 8. 65.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἀνεπιτήδειος, -ον)
ακατάλληλος
νεοελλ.
αδέξιος, ανίκανος
αρχ.
1. επιβλαβής
2. μη ευνοϊκός, εχθρικός
3. δυσμενής, δυσοίωνος
4. ως ουσ. εχθρός, πολιτικός αντίπαλος
5. επίρρ. ἀνεπιτηδείως πράττω
είμαι δυστυχισμένος, δυστυχώ.

Greek Monotonic

ἀνεπιτήδειος: -ον, Ιων. -επιτήδειος, , -ον,
1. ακατάλληλος, άχρηστος, σε Ξεν., Πλάτ. κ.λπ.· επιβλαβής, φθονερός, βλαβερός, σε Ηρόδ., Θουκ.
2. αγενής, μη φιλικός, σε Θουκ., Ξεν.

Middle Liddell

1. unserviceable, unfit, Xen., Plat., etc.:— mischievous, prejudicial, hurtful, Hdt., Thuc.
2. unkind, unfriendly, Thuc., Xen.

English (Woodhouse)

harmful, mischievous, unsuitable

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

parum idoneus, not very suitable, 3.71.2, 8.65.2.