ἀντίδορος
English (LSJ)
ἀντίδορον, (δορά) instead of skin, κάρυον χλωρῆς ἀντίδορον λεπίδος with a green husk as integument, AP6.22 (Zon.).
Spanish (DGE)
-ον
pelado κάρυον χλωρῆς ἀντίδορον λεπίδος una nuez pelada de su verde cascara, AP 6.22 (Zon.).
German (Pape)
[Seite 251] (δορά), wie mit einer Haut bekleidet, Zon. 3 (VI, 22) κάρυον χλωρῆς ἀντίδορον λεπίδος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
recouvert comme d'une peau.
Étymologie: ἀντί, δορά.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίδορος: покрытый словно кожей (κάρυον Anth. v.l. к ἀρτίδορος).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίδορος: -ον, (δορὰ) ὁ ἀντὶ δορᾶς ἔχων ἄλλο τι κάλυμμα, κάρυον χλωρῆς ἀντίδωρον λεπίδος Ἀνθ. Π. 6. 22.
Greek Monotonic
ἀντίδορος: -ον (δορά), ενδεδυμένος με κάτι άλλο αντί για δέρμα, σε Ανθ.