ἀνταποτίννυμι

From LSJ

Ξένος πεφυκὼς τοὺς ξενηδόχους (ξενίζοντας) σέβου → Honorem habe, peregrine, susceptoribus → Als Gast erweise dem, der dich bewirtet, Ehr

Menander, Monostichoi, 402

Spanish (DGE)

pagar a su vez ἀνταποτιννῦναι θέλειν τὰς κατὰ δύναμιν ἀμοιβάς Cyr.Al.M.69.681B, σάρκα ... τὴν ἰδίαν τῆς ἁπάντων σαρκὸς ἀ. Cyr.Al.Inc.Unigen.5.1692D.