ἀπάρτιον

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπάρτιον Medium diacritics: ἀπάρτιον Low diacritics: απάρτιον Capitals: ΑΠΑΡΤΙΟΝ
Transliteration A: apártion Transliteration B: apartion Transliteration C: apartion Beta Code: a)pa/rtion

English (LSJ)

προγράφειν, (ἀπαρτία) put up goods to public sale, Plu.Cic. 27, 2.205c.

German (Pape)

[Seite 281] προγράφειν, seine Güter zum öffentlichen Verkauf ausbieten, Plut. Reg. apophthg. p. 164; dah. emendat. Cic. 27, wenn nicht ἀπαρτίαν (w. m. s.) zu lesen, für das corrumpirte ἁμαρτίαν.

French (Bailly abrégé)

προγράφειν afficher une vente aux enchères.
Étymologie: ἀπαρτί.

Russian (Dvoretsky)

ἀπάρτιον: τό продажа с торгов: ἀ. προγράφειν Plut. объявлять аукцион.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπάρτιον: προγράφειν, (ἀπαρτία), Λατ. auctionem bonorum proscribere, ἐκθέτω εἰς δημοπρασίαν τὰ ἔπιπλά μου, «ἔστι δὲ ἀπάρτιον, ἡ τῶν ἐπίπλων πρᾶσις ἡ ὑπὸ κήρυκι γινομένη» (Κοραῆς), Πλουτ. Κικ. 27., 2. 205C.

Greek Monolingual

ἀπάρτιον, το (Α)
δημοπρασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + άρτιον, ουδ. του επιθ. άρτιος].

Greek Monotonic

ἀπάρτιον: τό, πώληση αγαθών μέσω δημοπρασίας, μέσω πλειστηριασμού, σε Πλούτ.

Middle Liddell

a sale of goods by auction, Plut.