ἀπαίτημα

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαίτημα Medium diacritics: ἀπαίτημα Low diacritics: απαίτημα Capitals: ΑΠΑΙΤΗΜΑ
Transliteration A: apaítēma Transliteration B: apaitēma Transliteration C: apaitima Beta Code: a)pai/thma

English (LSJ)

ἀπαιτήματος, τό,
A demand, BGU1113.15 (i B.C.); requirement, Arr.Epict.4.6.35, M.Ant.5.15.
II that which is demanded, ἄνθρωπος γῆς ἀπαίτημα = man, something that earth will reclaim, Secund.Sent.7.

Spanish (DGE)

ἀπαιτήματος, τό
1 reclamación, BGU 1113.15 (I a.C.)
en sent. moral exigencia οὐκ ἔστιν ἀπαιτήματα ἀνθρώπου no son exigencias del hombre las cosas que no le atañen en cuanto hombre, M.Ant.5.15, τίνα οὖν τὰ ἀπαιτήματα; ¿qué se te exige entonces? Arr.Epict.4.6.35.
2 concr. demanda, petición, lo que es pedido o demandado fig. (ἄνθρωπος) γῆς ἀπαίτημα Secund.Sent.8, en sent. jur. PStras.142.17 (IV d.C.).

German (Pape)

[Seite 275] τό, Forderung, M. Anton. 5, 15.

French (Bailly abrégé)

ἀπαιτήματος (τό) :
réclamation, objet de réclamation.
Étymologie: ἀπαιτέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαίτημα: ἀπαιτήματος, τό, ἀπαίτησις, Μ. Ἀντων. 5. 15.

Greek Monolingual

ἀπαίτημα, το (Α)
απαίτηση, έντονη και επίμονη αξίωση.