ἀποβηματίζω
From LSJ
English (LSJ)
degrade from one's rank or station, Plu.Nob.21.
Spanish (DGE)
degradar, rebajar c. ac. de pers., Plu.Nob.21.
German (Pape)
[Seite 297] von seiner Stufe, seinem Range herunterwerfen, Plut. de nobil. 21.
French (Bailly abrégé)
dégrader.
Étymologie: ἀπό, βηματίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποβημᾰτίζω: понижать в звании Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποβηματίζω: καταβιβάζω τινὰ ἀπὸ ὑψηλοτέρας κοινωνικῆς θέσεως, ὑποβιβάζω, Λατ. dejicere de gradu, ὥστε μηδαμῶς αὐτοὺς μὲν ἀλαζονεύειν, τοὺς δὲ ἄλλους ἀποβηματίζειν Πλούτ. 5, σ. 657, ἔκδ. Οὐϋττεμβάχ.
Greek Monolingual
ἀποβηματίζω (Α)
υποβιβάζω κάποιον.