ἀποδέχομαι

From LSJ

γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδέχομαι Medium diacritics: ἀποδέχομαι Low diacritics: αποδέχομαι Capitals: ΑΠΟΔΕΧΟΜΑΙ
Transliteration A: apodéchomai Transliteration B: apodechomai Transliteration C: apodechomai Beta Code: a)pode/xomai

English (LSJ)

Ion. ἀποδέκομαι, fut. ἀποδέξομαι: aor. ἀπεδεξάμην: pf. ἀποδέδεγμαι (for possible pass. usages of this tense
A v. ἀποδείκνυμι A. 11.3): —accept, καὶ οὐκ ἀπεδέξατ' ἄποινα Il.1.95, cf. Ar.Ec.712, X.An.6.1.24, etc.; ἀποδέχομαι γνώμην παρά τινος accept advice from him, Hdt.4.97; ἀπόδεξαί μου ὂ λέγω Pl.Cra.430d.
2 accept as a teacher, follow, X.Mem.4.1.1,etc.; ἀ. τινὰ σύμβουλον Pl.Prt. 323c.
3 admit to one's presence, τοὺς πρεσβευτάς Plb.21.35.5; ἀποδέχομαι αὐτὸν καὶ τὰ ῥηθέντα φιλοφρόνως 21.22.1, cf. 3.66.8.
4 mostly of admitting into the mind,
a receive favourably, approve, ἀπολογίαν Antipho 3.2.2; κατηγορίας, διαβολάς, Th.3.3, 6.29; τοῖσι μὴ ἀποδεκομένοισι, c. acc. inf., those who do not accept the story that... Hdt.6.43; freq. in Pl., δοῦναί τε καὶ ἀ. λόγον R.531e; τὴν ἀπόκρισιν Prt.329b; λόγον παρά τινος Smp. 194d, etc.; τι παρά τινος Ti.29e; τί τινος Th.1.44, 7.48, Pl.Phlb. 54a, etc.: c. gen. pers. mostly with part. added, ἀ. τινὸς λέγοντος receive or accept a statement from him, i.e. believe or agree with his statements, Id.Phd.92a, 92e; μὴ ἀποδέχεσθε τούτου φενακίζοντος ὑμᾶς D.56.31; ἀ. μαθηματικοῦ πιθανολογοῦντος Arist.EN1094b26, cf. Rh.1395b8: without part., οὐκ ἀποδέχομαι ἐμαυτοῦ ὡς τὸ ἓν δύο γέγονεν I cannot satisfy myself in thinking that... Pl.Phd. 96e, cf. Euthphr.9e, R.329e: abs., to accept a statement, to be satisfied, D.18.277, Arist.Pol.1263b16; ἀ. ἐάν.. Pl.R. 336d,525d: c. gen. rei, to be content with, τῆς προαιρέσεως Lib. Or.24.2; τῶν εἰρημένων ib.59.9.
b generally, approve, acknowledge, τὴν τῶν ἐφήβων ἀρετήν IG2.481.60,al.
c take or understand a thing, ὀρθῶς ἀ. τι X.Mem.3.10.15, cf. Cyr.8.7.10; ἱκανώτατα Pl.R. 511d; τὰ τοιαῦτα δυσχερῶς πως ἀποδέχομαι Id.Euthphr. 6a; ὑπόπτως Th.6.53: c. gen. pers. (the acc. rei being understood), οὕτως αὐτοῦ ἀποδεχώμεθα let us understand him thus (referring to what goes before), Pl.R. 340c; μὴ χαλεπῶς ἀλλὰ πράως ἀποδεχώμεθα ἀλλήλων Id.Lg.634c.
II receive back, recover, Hdt.4.33; opp. ἀποδιδόναι, Th.5.26.
III sustain, hold out against, Plb.3.43.3, 5.51.1.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): jón. ἀποδέκομαι Hdt.6.43
1 aceptar, admitir c. ac. de cosa o abstr. καὶ οὐκ ἀπεδέξατ' ἄποινα Il.1.95, χρήματα Ar.Ec.712, τὸ ταρβοῦν κἀκφοβοῦν E.Or.313, cf. X.An.6.1.24, Plb.3.43.3, 5.51.1
recibir, recuperar ἀ. ἃ ξυνέθεντο Th.5.26, cf. Hdt.4.33
gener. en cont. de ‘decirrecibir favorablemente, aprobar γνώμην ... ὡς ... Hdt.6.43, τὰς κατηγορίας Th.3.3, περὶ αὐτοῦ διαβολάς Th.6.29, τοὺς λόγους Th.1.44, λόγον Plu.2.650f, cf. Lib.Or.24.2, Act.Ap.2.41, Ep.Diog.8.2, ἀποδέξασθαι τὴν ἀπόκρισιν escuchar la respuesta Pl.Prt.329b, πάντα ὑπόπτως ἀ. acoger todo con sospechas Th.6.53, δοῦναι τε καὶ ἀποδέξασθαι λόγον dar y recibir explicaciones Pl.R.531e, ἀπεδέξατο τὰ δάκρυα τῆς θυγατρός enjugó las lágrimas de su hija LXX To.7.16
c. ac. de cosa y gen. de pers. o giro preposicional aceptar, estar de acuerdo con γνώμην ... παρὰ τοῦ βουλομένου Hdt.4.97, σφῶν ταῦτα Th.7.48, ἀπόδεξαί μου ὃ λέγω Pl.Cra.430d, ἀ. παρ' ἑνὸς ἑκάστου ... λόγον Pl.Smp.194d, ἀρχὴν κυριωτάτην πάρ' ἀνδρῶν φρονίμων ἀποδεχόμενος Pl.Ti.29e, δύο ἀποδέχομαί σου ταῦτα, οὐσίαν καὶ γένεσιν Pl.Phlb.54a, προσειθίσθησαν ἀποδέχεσθαι αὐτοῦ τοὺς λόγους Numen.25.54, μου τὴν ἀπολογίαν Antipho 3.2.2, cf. SB 10097.3
c. ac. de pers. aceptar, admitir ἀπεδέξατο ἡμᾶς E.Ep.5.5, ἄνδρα ... σύμβουλον Pl.Prt.323c, ἐκεῖνον X.Mem.4.1.1, τοὺς παρὰ τῶν ἄλλων πόλεων πρεσβευτάς Plb.21.35.5, τοὺς παρόντας Plb.3.66.8, cf. 21.22.1, Plu.2.94b
c. gen. de abstr. estar satisfecho de τῶν εἰρημένων Lib.Or.59.9
c. gen. de pers. y part. pred. estar de acuerdo con σαυτοῦ λέγοντος ὡς ... Pl.Phd.92a, cf. 92e, μὴ ... ἀποδέχεσθε τούτου φεναχίζοντος ὑμᾶς D.56.31, μαθηματικοῦ πιθανολογοῦντος ἀ. Arist.EN 1094b26, cf. Rh.1395b8
c. gen. de pers. τῶν λεγόντων Plu.2.783e, c. adv. de modo ἀλλ' εἰ νῦν οὕτω λέγει Θρασύμαχος, οὕτως αὐτοῦ ἀποδεχώμεθα si ahora eso dice Trasímaco, aceptémoselo así Pl.R.340c, cf. Lg.634c
c. gen. de pers. y conj. οὐκ ἀποδέχομαι ἐμαυτοῦ ... ὡς no me convence (pensar) que Pl.Phd.96e, cf. Euthphr.9e
c. conj. aceptar un planteamiento ἐγὼ οὐκ ἀποδέξομαι ἐάν ... Pl.R.336d, 525d
abs. ὡς οὖν παλαιὰ ... λέγοντος ἐμοῦ οὕτως ἀποδέχεσθε X.Cyr.8.7.10, δυσχερῶς πως ἀποδέχομαι; Pl.Euthphr.6a, cf. D.18.277, Arist.Pol.1263b16, X.Mem.3.10.15, Hdt.6.43
comprender ἱκανώτατα ... ἀπεδέξω has comprendido muy bien Pl.R.511d.
2 felicitar con ac. de pers. y part. pred. ἀ. ὑμᾶς τὴν πατρίδα κοσμεῖν προῃρημένους os felicito por haber decidido embellecer vuestra ciudad, POxy.3088.9 (II d.C.).

French (Bailly abrégé)

f. ἀποδέξομαι, ao. ἀπεδεξάμην, pf. ἀποδέδεγμαι;
1 recevoir, acc.;
2 accepter : ἄποινα des présents ; τινα agréer qqn pour maître, recevoir des leçons de qqn;
3 accueillir ; fig. accueillir favorablement, accorder créance à, admettre, approuver : τι qch ; τινα ou τινὸς approuver qqn ; ἀπ. τινος λέγοντος PLAT approuver qqn disant ; οὐκ ἀποδέχομαι ἐμαυτοῦ ὡς PLAT je ne me tiens pas pour satisfait, càd je n'accepte pas pour ma part que;
4 accueillir dans son esprit, comprendre : τι qch ; ἀπ. τινος comprendre (les arguments, le raisonnement de) qqn.
Étymologie: ἀπό, δέχομαι.

German (Pape)

1 annehmen, ἄποινα Il. 1.95; γνώμην παρά τινος Her. 4.97; absol., annehmen, beifällig aufnehmen, 6.143; pass., 1.136; διαβολάς, d.i. Glauben schenken den Verleumdungen, Thuc. 6.29, 41; κατηγορίας 3.3; μῦθον, ἀπόρρησιν, Plat. Tim. 29d, Rep. II.357a; ἀπόκρισιν Prot. 329b; λόγον παρά τινος Symp. 194d; λόγους Isocr. 3.10; τὰ εἰκῆ λεγόμενα 4.12; öfter bei Folgdn, z.B. Pol. αἵρεσιν 2.39; καὶ θαυμάζειν 5.12; bes. τινός, Jemandes Meinung annehmen, ihm beistimmen, τοὐναντίον λέγοντος Plat. Theaet. 206a; οἶμαί σου τοὺς πολλοὺς, ἐὰν ταῦτα λέγῃς, οὐκ ἀποδέχεσθαι Rep. I.329e; vgl. Phaed. 92e; Thuc. 1.44, 7.48; Lys. 13.83, 89, 14.24; τινά Plut. Arist. 12; τὴν γλαῦκα τῆς ξυμβουλῆς, wegen des Rates loben, Dio Chrys. II.388.
2 allgemein, vernehmen, μοῦλέγω Plat. Crat. 430d; τοὺς πυρσούς Pol. 10.45, 46; auffassen, τὸν παρ' ἐμοῦ λόγον ἀκούσας καὶ ἀποδεξάμενος λέγε Plat. Legg. I.642d; πάνυ ὀρθῶς ἀποδέχῃ, du fassest es ganz richtig auf, Xen. Mem. 3.10.15.
3 aufnehmen, Pol. πρεσβευτάς 22.18; behandeln, δυσχερῶς Plat. Euth. 6a; πρᾴως Legg. I.634c; öfter Pol., φιλοφρόνως 22.5.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδέχομαι: ион. ἀποδέκομαι
1 принимать (ἄποινα Hom.; τὰ προσιόντα χρήματα Arph.; τοὺς πρεσβευτάς Polyb.; ὑπερφυῶς τινα Plut.);
2 воспринимать, тж. выслушивать, понимать (ὀρθῶς τι Xen.; γνώμην παρά τινος Her.; τὸν παρά τινος λόγον Plat.): πῶς ἀποδεκτέον λόγων τέχνης; Plat. как следует понимать искусство слова?;
3 благосклонно выслушивать, соглашаться, признавать, одобрять (κατηγορίας Thuc.; ἀπόκρισιν Plat.): ἀ. τινος τοὐναντίον λέγοντος Plat. соглашаться с тем, кто говорит обратное; οὐδὲν ἀ. τῶν εἰκῇ λεγομένων Isocr. не выносить праздной болтовни.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδέχομαι: Ἰων. ἀποδέκομαι: μέλλ. -δέξομαι: ἀόρ. -εδεξάμην: πρκ. -δέδεγμαι (περὶ παθ. χρήσεως τοῦ χρόνου τούτου, ἴδε ἀποδείκνυμι ΙΙ. 3). Δέχομαι παρά τινος, παραδέχομαι, καὶ οὐκ ἀποδέξατ’ ἄποινα Ἰλ. Δ. 95· καὶ οὕτω παρ’ Ἀττ., Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 712, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 24, κτλ.: ἀπ. γνώμην παρά τινος, παραδέχομαι συμβουλήν παρ’ αὐτοῦ, Ἡρόδ. 4. 97· ἀπόδεξαί μου ὅ λέγω Πλάτ. Κρατ. 430D. 2) ἀποδέχομαι τὰς δοξασίας τινὸς καὶ γίνομαι ὀπαδὸς αὐτοῦ, οὐ μικρά ὠφέλει τοὺς εἰωθότας τε αὐτῷ συνεῖναι καὶ ἀποδεχομένους ἐκεῖνον Ξεν. Ἀπομν. 4. 1, 1, κτλ. 3) δέχομαι, ὅτι μὲν οὖν πάντ’ ἄνδρα εἰκότως ἀποδέχονται περὶ ταύτης τῆς ἀρετῆς σύμβουλον Πλάτ. Πρωτ. 323C· δέχομαι εἰς ἀκρόασιν, ἀποδεξάμενος δὲ καὶ τοὺς παρὰ τῶν ἄλλων πόλεων πρεσβευτάς Πολύβ. 22. 18, 5· δέχομαι, παραδέχομαι, αὐτόν τε τὸν βασιλέα καὶ τὰ ῥηθέντα φιλοφρόνως ἀπεδέχετο (τὸ συνέδριον) αὐτόθι 5. 1. 4) ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ὅταν ἐγκρίνῃ τις καὶ παραδέχηταί τι, α) ἐγκρίνω, ἐπιδοκιμάζω, παραδέχομαι, ἀπολογίαν Ἀντιφῶν 121, 20· κατηγορίας, διαβολάς, Θουκ. 3. 3., 6. 29· τοῖσι μὴ ἀποδεκομένοισι… γνώμην ἀποδέξασθαι, ὡς χρεὼν Ἡρόδ. 6. 43· συχν. παρὰ Πλάτ., δοῦναί τε καὶ ἀποδέχεσθαι λόγον Πολ. 531Ε, πρβλ. Πρωτ. 329Β, Συμπ. 194D, κτλ.· τι παρά τινος ὁ αὐτ. Τίμ. 29Ε· τὸ πρόσωπον παρ’ οὗ δέχεταί τις εἴδησίν τινα μετὰ γενικῆς, ἀπ. τι τινος Θουκ. 1. 44., 7. 48, Πλάτ. Φίλ. 54Α, κτλ.: ἀλλὰ παραλειπομένης τῆς αἰτιατ. ἡ γενικὴ τοῦ προσώπου συνάπτεται ἀμέσως μετὰ τοῦ ῥήματος, τὸ πλεῖστον κατὰ μετοχήν, ἀπ. τινος λέγοντος, δέχομαιπαραδέχομαι τὰ ὑπ’ αὐτοῦ λεγόμενα, ὅ ἐ. πιστεύω εἰς τοὺς λόγους αὐτοῦ ἢ συμφωνῶ μετ’ αὐτοῦ, Πλάτ. Φαίδων 92Α, Ε· μὴ ἀποδέχεσθε τούτου φενακίζοντος ὑμᾶς Δημ. 1292. 9· ἀπ. μαθητοῦ πιθανολογοῦντος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 34, πρβλ. Ρητ. 2. 21. 15· - ὡσαύτως ἄνευ μετοχῆς, οὐκ ἀποδέχομαι ἐμαυτοῦ ὡς…, ἤ τὸ ἕν... δύο γέγονεν, δὲν δύναμαι νὰ πείσω ἐμαυτόν, δὲν δύναμαι νὰ παραδεχθῶ ὅτι, κτλ., Πλάτ. Φαίδ. 96Ε, πρβλ. Εὐθύφρ. 9Ε, Πολ. 329Ε: - ἀπολ., παραδέχομαικρίνω λόγον ῥηθέντα, ὡς γὰρ ἂν ὑμεῖς ἀποδέξησθε καὶ πρὸς ἕκαστον ἔχητ’ εὐνοίας, οὕτως ὁ λέγων ἔδοξε φρονεῖν Δημ. 318. 11, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 5, 11· οὕτως, ἀπ. ἐὰν... Πλάτ. Πολ. 335D, 525D. β) καταλαμβάνω ἢ ἐννοῶ τι, καὶ πάνυ ὀρθῶς ἀποδέχῃ Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 15· πρβλ. Κύρ. 8. 7, 10· ἱκανώτατα Πλάτ. Πολ. 511D· τοιαῦτα δυσχερῶς πως ἀποδέχομαι ὁ αὐτ. Εὐθύφρ. 6Α· ὑπόπτως Θουκ. 6. 93: - Ἐντεῦθεν ὡσαύτως γενική τοῦ προσώπου δύναται νὰ προστεθῇ ὑπονοουμένης τῆς αἰτιατ. πράγματος, οὕτως αὐτοῦ ἀποδεχώμεθα, ἄς ἐννοήσωμεν αὐτὸν κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον (ἐν σχέσει πρὸς τὰ προηγούμενα), Πλάτ. Πολ. 340C· ἄν ἄρα τις ψέξῃ τι, μὴ χαλεπῶς ἀλλὰ πράως ἀποδεχώμεθα ἀλλήλων, ἄς συνεννοώμεθα πράως πρὸς ἀλλήλους, ὁ αὐτ. Νόμ. 654C. ΙΙ. λαμβάνω ὀπίσω, ἀνακτῶμαι, Ἡρόδ. 4. 33, Δημ. 842. 13· ἀντιθέτως τῷ ἀποδιδόναι, Θουκ. 5. 26, πρβλ. ἀποδοχή Ι. ΙΙΙ. δέχομαι, θέτω ἐμαυτὸν ἐναντίον τινὸς καὶ δέχομαι τὴν ὁρμὴν αὐτοῦ, ἵνα τὸ πολὺ τῆς τοῦ ῥεύματος βίας ἀποδεχομένων τῶν λέμβων ἀσφαλεστέρα γίγνοιτο τοῖς μονοξύλοις ἡ παρακομιδή Πολύβ. 3. 43, 3., 5. 51, 1, - ἀλλ’ ἐν τῇ σημασίᾳ ταύτῃ τὸ ὑποδέχομαι εἶναι καταλληλότερον.

English (Autenrieth)

aor. ἀπεδέξατο: accept, Il. 1.95†.

English (Strong)

from ἀπό and δέχομαι; to take fully, i.e. welcome (persons), approve (things): accept, receive (gladly).

English (Thayer)

deponent middle; imperfect ἀπεδεχομην; 1st aorist ἀπεδεξαμην; 1st aorist passive ἀπεδεχθην; common in Greek writings, especially the Attic, from Homer down; in the N.T. used only by Luke; to accept what is offered from without (ἀπό, cf. Latin ex cipio), to accept from, receive: τινα, simply, to give one access to oneself, L T Tr WH; L T Tr WH; to grant one access to oneself in the capacity in which he wishes to be regarded, e. g. as the messenger of others, L T Tr WH παρεδέχθησαν); as a Christian, τί, to receive into the mind with assent: to approve, to believe, τόν λόγον, Plato; cf. Ast, Lex. Plato, i., p. 232).

Greek Monolingual

(AM ἀποδέχομαι)
1. δέχομαι, παραδέχομαι
2. παίρνω, δέχομαι κάτι με ευχαρίστηση
3. εγκρίνω, επιδοκιμάζω
4. υποδέχομαι
5. ανέχομαι
αρχ.-μσν.
1. περιμένω
2. συμπεριφέρομαι φιλικά
μσν.
επιθυμώ
αρχ.
1. γίνομαι οπαδός ή μαθητής κάποιου
2. επιτρέπω, δίνω την άδεια
3. ικανοποιούμαι, αρκούμαι σε κάτι
4. εννοώ, αντιλαμβάνομαι
5. δέχομαι, παίρνω πίσω κάτι
6. δέχομαι επάνω μου, υφίσταμαι την πίεση κάποιου.

Greek Monotonic

ἀποδέχομαι: Ιων. -δέκομαι, μέλ. -δέξομαι, αόρ. αʹ -εδεξάμην, παρακ. -δέδεγμαι·
I. 1. δέχομαι από κάποιον, παραδέχομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.
2. αποδέχομαι τις αντιλήψεις κάποιου και γίνομαι μαθητής του, είμαι οπαδός κάποιου, σε Ξεν.
3. δέχομαι την παρουσία κάποιου, σε Πλάτ.
4. δέχομαι με επιδοκιμασία, επιδοκιμάζω, εγκρίνω, παραδέχομαι, αποδέχομαι με ευχαρίστηση, σε Θουκ. κ.λπ.· οὐκ ἀποδέχομαι, αποδοκιμάζω, απορρίπτω, σε Ηρόδ.· το πρόσωπο από το οποίο κάποιος δέχεται κάτι τίθεται σε γεν.· ἀποδέχομαί τί τινος, σε Θουκ. κ.λπ.· όταν όμως η αιτ. παραλείπεται, η γενική προσ. συνάπτεται απευθείας στο ρήμα, με την προσθήκη μιας μτχ.· ἀποδέχομαί τινοςλέγοντος, παραδέχομαι τα λεγόμενά του, σε Πλάτ.· απόλ., παραδέχομαι μια ρήση, μένω ικανοποιημένος, σε Δημ.
6. εκλαμβάνω, εννοώ κάτι με συγκεκριμένο τρόπο, με επίρρ., σε Ξεν.· ὑπόπτως ἀποδέχομαί τι, σε Θουκ.· δυσχερῶς, σε Πλάτ.
II. λαμβάνω πίσω, ανακτώ, επανακτώ, σε Ηρόδ., Θουκ.

Middle Liddell

I. to accept from another, to accept, Il., Attic
2. to accept as a teacher, follow, Xen.
3. to admit to one's presence, Plat.
4. to receive favourably, approve, allow, accept, admit, Thuc., etc.; οὐκ ἀπ. not to accept, reject, Hdt.:—the person from whom one accepts in gen., ἀπ. τί τινος Thuc., etc.; but acc. being omitted, gen. pers. becomes dependent on the Verb, with a partic. added, ἀπ. τινὸς λέγοντος to accept [a statement from him, i. e. to accept his statements, Plat.: —absol. to accept a statement, be satisfied, Dem.
5. to take a thing in a certain way, with an adv., Xen.; ὑπόπτως ἀπ. τι Thuc.; δυσχερῶς Plat.
II. to receive back, recover, Hdt., Thuc.

Chinese

原文音譯:¢podšcomai 阿坡-得何買
詞類次數:動詞(6)
原文字根:從-領受
字義溯源:接待,得著嘉許,悅納,迎接,領受;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(δέχομαι)*=領受)組成。這字全部出現在路加所寫的福音書與行傳中。參讀 (αἱρέομαι)同義字
出現次數:總共(7);路(2);徒(5)
譯字彙編
1) 他⋯接待(2) 路9:11; 徒28:30;
2) 接待(2) 徒18:27; 徒21:17;
3) 我們⋯領受(1) 徒24:3;
4) 領受(1) 徒2:41;
5) 迎接(1) 路8:40

Lexicon Thucydideum

recipere, to take in, admit, 5.26.2,
admittere, probare, to approve, allow, 1.44.1, 3.3.1, 3.4.3, 3.57.1, 6.29.2,
item likewise 6.41.2. 6.53.1, [vulgo commonly πάντας] 7.48.3, [pro for ὑποδ.vulgo commonly 5.83.3.]