ἀποδασμός

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδασμός Medium diacritics: ἀποδασμός Low diacritics: αποδασμός Capitals: ΑΠΟΔΑΣΜΟΣ
Transliteration A: apodasmós Transliteration B: apodasmos Transliteration C: apodasmos Beta Code: a)podasmo/s

English (LSJ)

ὁ, (ἀποδατέομαι) division, part of a whole, Th.1.12; separation, χώρας ἀποδασμῷ ζηυιωθῆναι by loss of territory, D.H.3.6.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 parte separada Th.1.12.
2 privación de χώρας ἀποδασμῷ ζημιωθέντες D.H.3.6.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
partie détachée d'un tout, fraction.
Étymologie: ἀποδαίομαι.

German (Pape)

ὁ, Abteilung, Teil, Thuc. 1.12; χώρας ἀποδασμῷ ζημιοῦσθαι, durch Abtretung eines Stück Landes, Dion.Hal. 3.6, 28.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδασμός:обособившаяся часть (Θεσσαλῶν Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδασμός: ὁ, (ἀποδατέομαι) μερὶς ἐκ συνόλου τινός, ἦν δὲ αὐτῶν [τῶν Βοιωτῶν] καὶ ἀποδασμὸς πρότερον ἐν τῇ γῇ ταύτῃ Θουκ. 1. 12, Διον. Ἁλ. 3. 6: περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβ. Παραλειπ. 385.

Greek Monolingual

ἀποδασμός, ο (Α) αποδατούμαι
1. τεμαχισμός ενός όλου, διαίρεση, μερισμός
2. μέρος ενός συνόλου.

Greek Monotonic

ἀποδασμός: ὁ, μερίδα, το μέρος ενός όλου, σε Θουκ.

Middle Liddell

[from ἀποδατέομαι
a division, part of a whole, Thuc.

Lexicon Thucydideum

portio avulsa, piece torn off, 1.12.3.