ἀπουσία
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
English (LSJ)
ἡ, (ἀπεῖναι)
A absence, A.Ag.1259, E.Hec.962, Th.1.70, Ep.Phil.2.12, etc.
II waste, as in smelting ore, Arist.Mete.383b3, Agatharch.28; τρῖψις καὶ ἀ. POxy.1273.32 (iii A.D.).
III = ἀποσπερματισμός, Plu.2.364d.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 de pers. ausencia A.A.915, E.Hec.962, IA 651, cf. 1172, Rh.467, Th.1.70, Hp.Ep.13, Them.ad Lib.13, D.1.3, PCair.Zen.631.12 (III a.C.), Ep.Phil.2.12, PAmh.135.5 (II d.C.), BGU 2240.8 (II d.C.), I.AI 2.56, Polyaen.4.3.4, de anim. λέοντος εὐγενοῦς ἀπουσίᾳ A.A.1259, τῶν ἐλάφων la lejanía de las corzas X.Cyn.9.10
•abstención τῇ αὐτῇ ἀπουσίᾳ τοῖς μὲν οὐκ ἠμύνατε σωθῆναι con esta abstención no los habéis defendido para salvarlos Th.6.80
•abandono Hsch.
2 de cosas y abstr. falta, carencia op. κτῆσις: ἐκ τῶν τριήρων D.22.12, fil. τὸ δὲ μὴ ἔστιν ... μὴ ἄλλο τι σημαίνει ἢ οὐσίας ἀπουσίαν ...; Pl.Prm.163c, ἀγαθοῦ Plot.1.8.11, cf. 1.8.1, 6.7.1, φιάλης IG 22.839.84 (III a.C.)
•del frío y del calor, Hp.de Arte 9, cf. Ar.Did.13
•hueco, vacío ὁ γνωστικὸς οὗτος ... τὴν ἀποστολικὴν ἀπουσίαν ἀνταναπληροῖ Clem.Al.Strom.7.12.77.
3 merma, desgaste, pérdida de metales al ser fundidos, Arist.Mete.383b3, PCair.Zen.662.2 (III a.C.), Agatharch.28, D.S.3.14
•de la lana tras desmugrarla PZen.Col.113.33
•esp. de monedas déficit, Num.Chron.1950.1-22
•de efectivos milit., Plb.12.19.3
•de objetos de valor y ropas τρῖψις καὶ ἀ. POxy.1273.32 (III d.C.), cf. POxy.3491.19 (II d.C.).
4 polución τὴν τοῦ σπέρματος πρόεσιν ἀπουσίαν καλοῦσιν Plu.2.364d, cf. Clem.Al.Paed.2.10.94.
German (Pape)
[Seite 333] ἡ, 1) die Abwesenheit, Aesch. Ag. 889. 1232; Dem. 1, 3. – 2) das Fehlende, der Verlust, ὀλίγης ἀπουσίας D. Sic. 3, 14. – 3) = ἀποσπερματισμός Plut. Is. 34.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
absence.
Étymologie: part. prés. de ἄπειμι¹.
Russian (Dvoretsky)
ἀπουσία: ἡ
1 отсутствие Aesch., Eur., Thuc., Dem., Arst.;
2 нехватка, недостаток (ἀ. πολλή Arst.);
3 убыль: ὀλίγης ἀπουσίας γεγενημένης Diod. с потерей небольшого количества;
4 истечение семени (Ἓλληνες τὴν τοῦ σπέρματος πρόεσιν ἀπουσίαν καλοῦσι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπουσία: ἡ, (ἀπεῖναι) τὸ μὴ παρεῖναι, ἀπουσία ὡς καὶ νῦν, λέοντος εὐγενοῦς ἀπουσίᾳ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1259, τῆς ἐμῆς ἀπουσίας Εὐρ. Ἑκ. 962, Θουκ. 1. 70, κτλ. ΙΙ. «ἀπόλειψις» (Ἡσύχ.) ἀπώλεια, κοιν. «φύρα», ὡς π.χ. κατὰ τὴν χώνευσιν μεταλλούχου γῆς, ἀπουσίαν γίγνεσθαι πολλὴν (δηλ. ἀπορρεῖν πολλὰ τοῦ σιδήρου τηκομένου) καὶ τὸν σταθμὸν ἐλάττω Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 10, Διόδ. 3. 14. ΙΙΙ. = ἀποσπερματισμός καὶ γὰρ οἱ Ἕλληνες τὴν τοῦ σπέρματος πρόεσιν ἀπουσίαν καλοῦσι, καὶ συνουσίαν τὴν μῖξιν Πλούτ. 2. 364D, ἴδε Οὐϋττεμβ. ἐν τόπῳ.
English (Strong)
from the participle of ἄπειμι; a being away: absence.
Greek Monolingual
η (AM ἀπουσία) άπειμι
1. το να μην παρευρίσκεται κανείς κάπου, το να είναι απών
2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο απουσιάζει κάποιος, η διάρκεια της απουσίας
3. έλλειψη, ανυπαρξία
νεοελλ.
1. (για μαθητές ή εργαζόμενους) η μη προσέλευση στο μάθημα ή στην εργασία
2. (για μαθητές) σημείωση στον κατάλογο (που δηλώνει τη μη προσέλευση κάποιου στο μάθημα)
αρχ.
1. απώλεια, φύρα
2. αποσπερμάτιση.
Greek Monotonic
ἀπουσία: ἡ (ἄπειμι, Λατ. absum), το να βρίσκεται κάποιος μακριά, να απέχει, απουσία, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.
Middle Liddell
ἄπειμι absum]
a being away, absence, Aesch., Eur., etc.
Chinese
原文音譯:¢pous⋯a 阿普-烏西阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:從-是著
字義溯源:離去,不在;源自(ἄπειμι1)=離開);由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(εἰμί)*=是)組成
出現次數:總共(1);腓(1)
譯字彙編:
1) 不在(1) 腓2:12
Lexicon Thucydideum
absentia, absence, 1.70.4, 6.80.2.
Translations
Arabic: غِيَاب; Egyptian Arabic: غياب; Asturian: ausencia; Belarusian: адсу́тнасць; Bulgarian: отсъ́ствие; Catalan: absència; Chinese Mandarin: 缺席, 不在; Cornish: estrik; Czech: nepřítomnost, absence; Danish: fravær, mangel; Dutch: afwezigheid, verstek; Esperanto: foresto; Finnish: poissaolo; ero; French: absence; Galician: ausencia; Georgian: არდასწრება, გამოუცხადებლობა; German: Abwesenheit, Absenz; Greek: απουσία; Ancient Greek: ἀπουσία; Hindi: अनुपस्थिति; Hungarian: távollét, távolmaradás; Ido: absenteso; Indonesian: ketidakhadiran; Interlingua: absentia; Irish: neamhláithreacht, asláithreacht; Italian: assenza; Japanese: 欠席, 不在; Korean: 결석, 부재; Latin: absentia; Lithuanian: nebuvimas; Macedonian: отсуство; Maori: hōneatanga; Middle English: absence; Norwegian Bokmål: fravær; Nynorsk: fråvær, fråvære; Old English: æfweardnes; Polish: nieobecność; Portuguese: ausência; Romanian: absență; Russian: отсу́тствие, отлу́чка; Scottish Gaelic: neo-làthaireachd; Serbo-Croatian: odsustvo, одсуство; Slovak: neprítomnosť; Slovene: odsotnost; Spanish: ausencia; Swedish: frånvaro, bortavaro; Turkish: yokluk; Ukrainian: відсу́тність; Welsh: absenoldeb