ἀπρόπτωτος
κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things
English (LSJ)
ἀπρόπτωτον, not precipitate, Chrysipp.Stoic.2.40; συγκατάθεσις Arr.Epict.2.8.29, cf. M.Ant.4.49. Adv. ἀπροπτώτως Chrysipp.Stoic.3.50.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de una afirmación no temerario συγκατάθεσις Arr.Epict.2.8.29
•no precipitado δεῖ γὰρ τὸν ἀπρόπτωτον ἀ(ν)έλ(κ)υστόν τε εἶναι ὑπὸ φαντασίας Chrysipp.Stoic.2.40.12.
2 de pers. libre de juicios precipitados τὸ συμβεβηκὸς τοῦτο κωλύει σε ... εἶναι ... ἀπρόπτωτον M.Ant.4.49
•de abstr. firme, seguro τῇ τῶν θεῶν ἀπροπτώτῳ συμμαχίᾳ LXX 3Ma.3.14.
II adv. -ως sin precipitación ἀ. ἀκοῦσαι Chrysipp.Stoic.3.50.36.
German (Pape)
[Seite 339] sich nicht schnell wohin neigend, vorsichtig im Beistimmen, Epict. – Adv., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόπτωτος: -ον, ὁ μὴ ὁρμητικὸς ἢ ἀπερίσκεπτος, περιεσκεμένος, προνοητικός, συγκατάθεσις Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 8. 29. - Ἐπίρρ. -τως Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1038C.
Greek Monolingual
ἀπρόπτωτος, -ον (A) προπίπτω
ο μη απερίσκεπτος, ο προνοητικός.