ἀπόδεξις
From LSJ
English (LSJ)
-εως, ἡ, (ἀποδέχομαι)
A acceptance, τῶν ἀπονεμομένων M.Ant. 10.8; πρὸς τοὺς φίλους OGI227.13 (Milet., iii B. C.).
II Ion. for ἀπόδειξις.
Spanish (DGE)
v. ἀπόδειξις.
-εως, ἡ
aceptación, ἀγάπησις ἀπόδεξις παντελής el amor es una aceptación total Pl.Def.413b, Chrysipp.Stoic.3.72, πρὸς τοὺς φίλους OGI 227.13 (Mileto III a.C.), ἀ. τῶν ὑπὸ τῆς κοινῆς φύσεως ἀπονεμομένων M.Ant.10.8.
German (Pape)
[Seite 300] ion. = ἀπόδειξις, Her., wie ἀποδέξασθαι = ἀποδείξασθαι.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
ion. c. ἀπόδειξις.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόδεξις: ἡ ион. = ἀπόδειξις.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόδεξις: -εως, ἡ, ἀποδοχή, παραδοχή, τῶν ἀπονεμομένων Μ. Ἀντων. 10. 8. ΙΙ. Ἰων. ἀντὶ τοῦ ἀπόδειξις.
Greek Monotonic
ἀπόδεξις: -εως, ἡ, Ιων. αντί ἀπόδειξις.