ἀπόθραυσις
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A breaking, fracture, Paul.Aeg.6.89,117; κατὰ ἀπόθρανσιν Sor.Fract.10.
II breaking up, νεφῶν Arist.Mu.394a33.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 rompimiento χιὼν δὲ γίνεται κατὰ νεφῶν ... ἀπόθραυσιν Arist.Mu.394a33.
2 medic., de un tipo de fractura τὰ δὲ (κατάγματα) κατὰ ἀπόθραυσιν ὡς πανταχόθεν ἀπολελυμένην ἔχειν τὴν συνέχειαν Sor.Fract.56.21, ἀπόθραυσις δὲ ἡ καὶ ἀποκοπή ἐστιν ... Paul.Aeg.6.89, de las vértebras, Paul.Aeg.6.117.2.
German (Pape)
[Seite 303] ἡ, das Abbrechen, Zermalmen, Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόθραυσις: εως ἡ разрыв (νεφῶν Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόθραυσις: -εως, ἡ, θραῦσις, θλάσις Ἰατρ. ΙΙ. διάσπασις, νεφῶν Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 7.
Greek Monolingual
ἀπόθραυσις, η (Α)
ιατρ. σπάσιμο, κάταγμα.