ἀσινής

From LSJ

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσῐνής Medium diacritics: ἀσινής Low diacritics: ασινής Capitals: ΑΣΙΝΗΣ
Transliteration A: asinḗs Transliteration B: asinēs Transliteration C: asinis Beta Code: a)sinh/s

English (LSJ)

ἀσινές,
A unhurt, unharmed, τὰς εἰ μέν κ' ἀσινέας ἐάᾳς Od.11.110; ἀσινέα τινὰ ἀποπέμπειν Hdt.2.181; ἀ. ἀπικέσθαι, ἀναχωρέειν, Id.8.19, 116; ἀ. δαίμων secure, happy fortune, A.Ag.1341; βίοτος Id.Ch.1018; ἀσινὴς αἰῶνα διοιχνεῖ Id.Eu.315.
2 less freq. of things, undamaged, οἴκημα Hdt.2.121.γ; ἐᾶν τὰ ἐπιθέματα.. ἀσινῆ IG3.1418, 1419; ὑγιὴς καὶ ἀ. POxy.278.18 (i A. D.); of ships, App.BC5.98: metaph., κανόνες ἀληθείας Ph.1.215.
II Act., doing no harm, Sapph.80, Hdt.1.105, Hp.Fract.28, Schwyzer197.46 (Crete, iii B. C.); ἀσινέστεραι πηρώσιες Hp.Art.61; harmless, of wild asses, X.Cyr.1.4.7; innocent, ἡδοναί Pl.Lg.670d; ἀσινέσταται τῶν ἡδονῶν Id.Hp.Ma. 303e.
2 protecting from harm, πόλεως ἀσινεῖ σωτῆρι A.Th. 826.
3 Adv. ἀσινῶς, Ion. ἀσινέως Hp.Epid.1.1, Arist.HA617a3: Sup. ἀσινέστατα X.An.3.3.3.

Spanish (DGE)

(ἀσῐνής) -ές
• Alolema(s): lesb. ἀσίνης Sapph.148
• Morfología: [ép., jón. no contr. -έα, -έας etc., Od.11.110, Hdt.1.105]
I 1indemne, sano y salvo de pers. y anim. τὰς (βόας) εἰ μέν κ' ἀσινέας ἐάᾳς Od.l.c., 12.137, ἀ. δ' αἰῶνα διοιχνεῖ A.Eu.315, ἀσινεῖς ἔχοντες τὴν ὠφελείαν Plb.2.22.5, εἶναι ICr.3.4.1.46 (Itano III a.C.), Plu.2.437a, γενέσθαι Plu.2.281c, ἀποπέμψαι Hdt.2.181, ἀπικέσθαι Hdt.8.19, ἀνηγάγειν LXX 3Ma.6.7, cf. Ael.NA 3.21, ἀσινῆ βίοτον ... ἀμεῖψαι A.Ch.1018, cf. AP 7.178 (Diosc.).
2 intacto, no dañado de cosas πᾶσα κάλως Ibyc.49, δόμοι Lyr.Adesp.119.24, οἴκημα Hdt.2.121γ, de un molino, en la fórmula ὑγιὴς καὶ ἀ. POxy.278.18 (I d.C.), ναῦς App.BC 5.98, ἐπιθέματα IG 22.13194.30 (II d.C.)
medic. ileso, intacto τὸ ὀστέον Hp.VC 13, fig. ἀληθείας ἀσινεῖς κανόνας Ph.1.215.
II que no causa daño de dioses benéfico Ζεύς A.Th.826, δαίμων A.A.1341, M.Ant.2.17
de pers. y anim. inofensivo Σκυθέων παρεξελθόντων ἀσινέων Hdt.1.105, cf. Plb.15.18.2, αἱ δὲ ἔλαφοι X.Cyr.1.4.7, neutr. sup. como adv., X.An.3.3.3
de cosas ἡ φορβεία X.Eq.5.1, καρπός Thphr.HP 3.10.2
medic. inocuo πυρετός Hp.VM 16, αἱ πηρώσιες Hp.Art.61, αἱ ἐπιδέσιες Hp.Fract.28
de abstr. que no perjudica ὁ πλοῦτος ἄνευ ἀρέτας οὐκ ἀσίνης πάροικος Sapph.l.c., ἡδοναί Pl.Lg.670d, Hp.Ma.303e.
III adv. -ῶς, jón. -έως
1 sin recibir daño ἀ. μὴ ἐξεῖναι IGBulg.12.215a.6 (Odesos).
2 sin causar daño la fiebre κατέσβη πᾶσιν ἀ. Hp.Epid.1.1, ὁ ἐρωδιὸς ... ὀχεύει ἀ. Arist.HA 617a3, πορεύσεσθαι ἀ. ... σῖτα λαμβάνοντας X.An.2.3.27.

German (Pape)

[Seite 370] ές (σίνομαι), 1) unversehrt, Od. 11, 110. 12, 137; βίοτος Aesch. Ch. 1013; Spt. 808; Her. 2, 114 u. öfter. – 2) nicht verletzend, δαίμων, d. i. schützend, Aesch. Ag. 1314; Her. 1, 105; ἡδοναί, unschädlich, Plat. Legg. II, 670 d; Folgde; adv. ἀσινῶς Xen. An. 2, 3, 27; ἀσινέστατα 3, 3, 4.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 non endommagé, intact;
2 inoffensif, innocent.
Étymologie: , σίνομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀσῐνής:
1 невредимый, нетронутый (ἀσινέα τινὰ ἐᾶν Hom. или ἀποπέμπειν Her.; οἴκημα Her.);
2 благополучный, безмятежный (βίοτος Aesch.);
3 охраняющий от бедствий, покровительствующий (δαίμων, σωτήρ Aesch.);
4 не причиняющий вреда, безвредный, безобидный (ἔλαφοι Xen.; ἡδοναί Plat.; ζῷον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσῐνής: -ές, ὁ μὴ ὑποστὰς βλάβην, περὶ τῶν βοῶν τοῦ Ἡλίου, τὰς εἰ μέν κ’ ἀσινέας ἐάᾳς, ἐὰν δὲν τὰς βλάψῃς, Ὀδ. Λ. 110· ἀσινέα τινὰ ἀποπέμπειν Ἡρόδ. 2. 189· ἀσινὴς ἀπικέσθαι, ἀναχωρέειν, ὁ αὐτ. 8. 19, 116· οὕτως, ἀσινὴς δαίμων, τύχη ἀπηλλαγμένη βλάβης, βίος ὄλβιος, τίς ἂν εὔξαιτο βροτὸν ὢν ἀσινεῖ δαίμονι φῦναι, τάδ’ ἀκούων; Αἰσχύλ. Ἀγ. 1341· ἀσ. βίοτος, αἰών, ὁ αὐτ. Χο. 1018, Εὐμ. 315. 2) σπαν. ἐπὶ πραγμάτων μὴ ὑποστάντων βλάβην, ἢ τὰ ὁποῖα ἀφίνει τις ἀβλαβῆ, τὸ δὲ οἴκημα ἀσινὲς Ἡρόδ. 2. 121, 3· ἐᾶν τὰ ἐπιθέματα... ἀσινῆ Συλλ. Ἐπιγρ. 989β, πρβλ. 991β. ΙΙ. ὁ μὴ βλάπτων, ὁ μὴ βλαβερός, Σαπφ. 83, Ἡρόδ. 1. 105, Ἱππ. π. Ἀγμ. 769· ἀσινέστεραι πηρώσιες ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 827· ἐπὶ τῶν θηρίων τῶν μὴ ἐπιτιθεμένων κατὰ ἀνθρώπων, αἱ δὲ ἔλαφοι καὶ δορκάδες καὶ οἱ ἄγριοι οἶες καὶ οἱ ὄνοι οἱ ἄγριοι ἀσινεῖς εἰσιν Ξεν. Κύρ. 1. 4, 7· ἀβλαβής, ἀθῷος, ἡδονὰς ἀσινεῖς Πλάτ. Νόμ. 670D· ἀσινέσταται τῶν ἡδονῶν ὁ αὐτ. Ἱππ. Μείζ. 303Ε. 2) ὁ ἀπὸ βλάβης προφυλάττων, πόλεως ἀσινεῖ σωτῆρι [τύχῃ προσετέθη ὑπὸ Δινδ.] Αἰσχύλ. Θήβ. 826. - Ἐπίρρ. -νῶς Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 938, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 18, 2· ὑπερθ. -έστατα Ξεν. Ἀν. 3. 3, 3.

English (Autenrieth)

ές (σίνομαι): unmolested, Od. 11.110 and Od. 12.137.

Greek Monolingual

ἀσινής, -ές (Α)
1. ο αβλαβής, αυτός που δεν έχει πάθει βλάβη
2. (για πράγματα) αυτός που δεν έχει πάθει φθορά
3. ο μη βλαβερός, αυτός που δεν προξενεί βλάβη
4. αυτός που προφυλάσσει από τη βλάβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -σινής < σίνος «βλάβη, φθορά» < σίνομαι «βλάπτω, ζημιώνω»].

Greek Monotonic

ἀσῐνής: -ές (σίνομαι
I. 1. αβλαβής, σώος, λέγεται για πρόσωπα, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· ασφαλής, ευτυχισμένος στη ζωή, τυχερός, σε Αισχύλ.
2. λέγεται για πράγματα, αβλαβής, άθικτος, σε Ηρόδ.
II. 1. Ενεργ., αυτός που δεν βλάπτει, στον ίδ.· μη βλαβερός, σε Ξεν.
2. αυτός που προστατεύει από το κακό, τη ζημιά, προστατευτικός, σε Αισχύλ.
III. επίρρ., ἀσινῶς, αγαθά, αθώα· υπερθ. -έστατα, σε Ξεν.

Middle Liddell

σίνομαι
I. unhurt, unharmed, of persons, Od., Hdt.: secure, happy of life and fortune, Aesch.
2. of things, undamaged, Hdt.
II. act. not harming, Hdt.: harmless, Xen.
2. protecting from harm, Aesch.
III. adv. ἀσινῶς, innocently, Sup. -εστατα Xen.

English (Woodhouse)

harmless, doing no damage

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

-ές que no tiene daño o que no tiene defecto de un gallo ἀναπήξας μέσον τοῦ οἴκου βωμὸν γέϊνον καὶ ... ἀλέκτορας δύο λευκούς, ἀσινεῖς τελείους coloca en medio de la habitación un altar de barro y dos gallos blancos, que no tengan daños, perfectos P XIII 10 de una bandeja κατασπείσω τὸ αἷμα τοῦ μέλανος κυνώπου εἰς καινὴν κύθραν ἀσινῆ derramaré la sangre de un cara de perro negro en una bandeja nueva, que no tenga daños P V 267

Translations

happy

Afrikaans: bly, gelukkig; Albanian: i lumtur, i kënaqur, gëzuar; Arabic: سَعِيد‎, فَرِح‎; Egyptian Arabic: مبسوط‎, سعيد‎, فرحان‎, منشكح‎; Hijazi Arabic: مبسوط‎, فَرْحان‎; Armenian: երջանիկ, ուրախ; Aromanian: ambar, hãrios; Asturian: feliz, contentu, gayoleru, gayasperu; Azerbaijani: xoşbəxt, məsud, bəxtiyar, səadətli, şən; Bashkir: бәхетле; Basque: pozik; Belarusian: шчаслі́вы, радасны; Bengali: খুশি; Bikol Central: maugma; Bulgarian: щастлив, радостен; Burmese: ရွှင်ပျ, ပျော်; Catalan: feliç, content, alegre; Chamicuro: pya'kijnani; Chechen: реза; Chinese Cantonese: 高興/高兴; Mandarin: 高興/高兴, 愉快, 快樂/快乐, 幸福; Min Nan: 歡喜/欢喜, 快樂/快乐; Cornish: lowen; Czech: šťastný, radostný; Dalmatian: alegr; Danish: glad, lykkelig; Dutch: gelukkig, blij; Esperanto: feliĉa; Estonian: õnnelik; Faroese: glaður; Fijian: marau; Finnish: onnellinen, iloinen, tyytyväinen; French: heureux, heureuse, content, contente, bienheureux, bienheureuse; Friulian: feliç; Galician: feliz, ledo; Georgian: ბედნიერი; German: zufrieden, fröhlich, froh, freudig; Greek: ευχαριστημένος, χαρούμενος; Ancient Greek: ἀσινής, εὐαίων, εὐδαίμων, εὐήμερος, εὔποτμος, εὔσοος, εὔσους, εὐτυχής, εὔφρων, ἐΰφρων, μάκαρ, μακάριος, ὄλβιος, χρηστός; Haitian Creole: kontan; Hawaiian: hauʻoli; Hebrew: מאושר‎, שָׂמֵחַ‎; Hindi: सुखी, ख़ुश, प्रसन्न; Hungarian: boldog; Icelandic: hamingjusamur; Ido: felica; Indonesian: senang; Irish: áthasach, sona; Italian: felice, lieto, contento; Japanese: 幸せな, 幸福な, 嬉しい; Kaingang: mrir; Kazakh: бақытты, аруақты, базарлы; Khmer: រីករាយ; Korean: 행복하다, 기뻐하다, 기쁘다; Kurdish Central Kurdish: دڵ خۆش‎, خەنی‎; Kyrgyz: бактылуу; Lao: ກະຈົວະກະຈວກ, ກະເຈາະກະຈອກ; Latgalian: laimeigs; Latin: laetus, beatus; Latvian: laimīgs, priecīgs; Ligurian: feliçe; Lithuanian: laimingas; Lombard: felice; Louisiana Creole French: gé, èrè, konten; Luxembourgish: glécklech; Macedonian: среќен, радосен; Malay: bahagia, gembira; Malayalam: സന്തോഷിപ്പിക്കുന്ന; Maltese: kuntenti, ferħan; Manx: maynrey; Mazanderani: خار‎; Middle English: wynne; Mizo: hlim; Mongolian: азтай, баяртай, жаргалтай; Norman: heûtheux; North Frisian: bliir; Norwegian: glad, lykkelig; Occitan: urós, joiós, gaujós, content; Old English: blīþe; Persian: شاد‎, خوش‎, خوشحال‎, خرم‎; Piedmontese: felice; Plautdietsch: froo, freelich, schaftich; Polish: szczęśliwy, radosny; Portuguese: feliz; Quechua: kusi, kusisqa; Rohingya: kúci; Romani: baxtalo, baxtali, baxtale; Romanian: fericit, bucuros; Romansch: legher, alleger, cuntent, cuntaint, ventiraivel; Russian: счастливый, радостный; Sanskrit: सुखिन्, प्रसन्न; Scots: blithe; Scottish Gaelic: sona, toilichte, àghmhor; Serbo-Croatian Cyrillic: срећан, сретан; Roman: srećan, sretan; Shor: ырыстығ; Sicilian: filici; Slovak: šťastný, radostný, rád, rada; Slovene: srečen; Spanish: feliz, alegre, contento, satisfecho; Swedish: glad, lycklig; Tagalog: masaya; Tajik: хушбахт, хушҳол; Tatar: бәхетле; Telugu: ప్రశాంతం, ప్రసన్నత; Thai: มีความสุข, ดีใจ; Tocharian B: sākre; Tongan: fiefia; Turkish: mutlu; Turkmen: hoşbagt; Ukrainian: щасливий, радісний; Urdu: خوش‎, سکھی‎, پرسن‎; Uzbek: baxtiyor, baxtli, xushhol, xursand; Vietnamese: mừng, vui, hạnh phúc; Volapük: fredik; Welsh: dedwydd, hapus; West Frisian: bliid; Westrobothnian: gleij, glivrut, fägjän, frȯijen; Yiddish: פֿריילעך‎, גליקלעך‎, באַגליקט‎; Yucatec Maya: kiimak ool

Afrikaans: gelukkig; Arabic: مَحْظُوظ‎; Azerbaijani: bəxtli, bəxti gətirən, bəxtəvər; Bulgarian: удачен; Catalan: feliç, afortunat; Chinese Mandarin: 幸運的/幸运的; Czech: šťastný; Danish: heldig; Dutch: gelukkig; Esperanto: feliĉa; Estonian: õnnelik; Finnish: hyvä, onnekas, onnellinen; French: heureux, chanceux; Galician: afortunado; German: glücklich; Greek: ευτυχής, ευτυχισμένος; Ancient Greek: εὐτυχής; Hindi: ख़ुश, प्रसन्न; Hungarian: szerencsés; Icelandic: heppilegur; Ido: fortunoza; Indonesian: untung, mujur; Irish: séanmhar, sona, sonasach; Italian: fortunato; Japanese: 幸運な, 運のよい; Khmer: សប្បាយ; Korean: 운좋은; Kurdish Central Kurdish: بەختەوەر‎; Latin: felix; Lithuanian: laimingas; Luxembourgish: glécklech; Mizo: vannei; Norman: heûtheux; Norwegian: heldig; Occitan: urós, astruc, aürós, fortunat, fortunós, benastruc, benastrat, benaürat, satisfach; Old English: ġesǣliġ; Old Turkic: 𐰴𐰆𐱃𐰞𐰆𐰍‎; Ottoman Turkish: قوتلو‎; Polish: szczęśliwy; Portuguese: feliz; Romanian: norocos; Russian: удачный, счастливый; Serbo-Croatian Cyrillic: срећан, сретан; Roman: srećan, sretan; Slovak: šťastný; Slovene: srečen; Spanish: afortunado, feliz; Swedish: gynnsam, lyckad; Tagalog: masaya, suwerte; Telugu: అదృవ్ష్టవంతమైన; Turkish: şanslı, kutlu; Vietnamese: sướng, sung sướng, may, may mắn, hạnh phúc

unharmed

Bulgarian: невредим; Czech: nedotčený, nezraněný; Dutch: ongedeerd, onbeschadigd; Galician: ileso; German: unversehrt, ungeschoren; Greek: αβλαβής, άβλαβος, ανέβλαβος, άθικτος, αλώβητος, σώος, σώος και αβλαβής; Ancient Greek: ἀβλαβής, ἀθῷος, ἄκακος, ἀκάκυντος, ἀκάκωτος, ἀκατάφθορος, ἀκέραιος, ἀκήριος, ἀκραιφνές, ἀκραιφνής, ἀνάατος, ἄναιτος, ἄνατος, ἀνέπαφος, ἀπαρές, ἀπήμαντος, ἀπήμων, ἀπηρές, ἀπηρής, ἀσινής, ἀσκηθής, ἄτρωτος, ἀψάλακτος, πανασκηθής; Italian: illeso, incolume, indenne, intatto, senza un graffio, sano e salvo; Japanese: 無事な; Korean: 무사하다; Latin: illaesus, incolumis; Ottoman Turkish: زیانسز; Portuguese: ileso, incólume; Russian: невредимый, в целости и сохранности; Spanish: ileso, incólume

harmless

Azerbaijani: zərərsiz; Belarusian: няшкодны, бясшкодны; Bulgarian: безвреден, безобиден; Catalan: inofensiu; Chinese Mandarin: 無害, 无害; Czech: neškodný; Dutch: ongevaarlijk, onschadelijk; Finnish: harmiton; French: inoffensif; German: harmlos, unschädlich, ungefährlich; Greek: αβλαβής, αζήμιος, άκακος, ακίνδυνος, που δεν κάνει κακό; Ancient Greek: ἀβλαβής, ἄβλαπτος, ἀζήμιος, ἀθῷος, ἀκηδής, ἀκήριος, ἄλυπος, ἀνάατος, ἄναιτος, ἄνατος, ἀνεμώλιος, ἄνοσος, ἄνουσος, ἀνώδυνος, ἀνώλεθρος, ἀπήμων, ἀπόνηρος, ἀσινής, ἀτελής, ἐξάντης, νηλιτής; Hungarian: ártalmatlan; Irish: neamhdhíobhálach, neamhurchóideach; Japanese: 無害な; Kazakh: зарарсыз; Korean: 무해의; Latin: innocuus; Manx: oney, meenieuagh; Maori: māhaki; Norman: innoffensif; Norwegian Bokmål: harmløs; Ottoman Turkish: ضررسز, زیانسز; Polish: nieszkodliwy; Portuguese: inofensivo; Romanian: nevătămător, inofensiv; Russian: безвредный, безобидный; Slovak: neškodný; Spanish: inocuo, inofensivo, benigno; Swedish: ofarlig; Turkish: zararsız; Turkmen: zyýansyz; Ukrainian: нешкідливий; Welsh: diniwed