ἀστροβολία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, = ἀστροβολησία, Id.CP5.9.2.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ de plantas agostamiento Thphr.CP 5.9.2.
German (Pape)
[Seite 377] ἡ, das Versengtsein durch die Sonne, Theophr.; auch ἀστροβολησία u. ἀστροβλησία
Greek (Liddell-Scott)
ἀστροβολία: ἡ, = ἀστροβολησία, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 9, 2.
Greek Monolingual
ἀστροβολία, η (Α)
η αστροβολησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + -βολία < -βολος < βάλλω].