ἀχυροδόκη
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
English (LSJ)
ἡ, chaff-holder, X.Oec.18.7.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
pajar ἐν τῇ ἀχυροδόκῃ ἔσται τὰ ἄχυρα X.Oec.18.7, cf. Hsch.s.u. ἄχυρος.
German (Pape)
[Seite 420] ἡ, Spreubehälter, Xen. Oec. 18, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχῠροδόκη: ἡ, ἀποθήκη ἀχύρων, Ξεν. Οἰκ. 18. 7.
Greek Monolingual
ἀχυροδόκη, η (Α)
ο αχυρώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άχυρον + -δόκη < δέχομαι.