ἄδρηστος

French (Bailly abrégé)

ion. c. ἄδραστος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄδρηστος: Ἰων. ἀντὶ ἄδραστος, ον, Ἡρόδ.· οὕτω καὶ Ἄδρηστος, κτλ.

Russian (Dvoretsky)

ἄδρηστος: ион. = ἄδραστος.

German (Pape)

ion. = ἄδραστος.