ἄλυρος
English (LSJ)
ἄλυρον, without the lyre, unaccompanied by by the lyre, ὕμνοι ἄλυροι, i.e. wild dirges (accompanied by flute, not lyre), E.Alc.447; ἄλυρος ἔλεγος Hel. 185; μέλος Poet. ap. Arist.Rh.1408a7; Ἄϊδος μοῖρ' ἄ., of death, S.OC 1223 (lyr.); ἄλυροι φθόγγοι sad talk, Alexis 162.6 (anap.); ἄλυρα μαθήματα ποιητῶν Pl.Lg.810b.
Spanish (DGE)
(ἄλῠρος) -ον
1 no acompañado por la lira o instrumento de cuerdas, de duelo (en los trenos se tocaba la flauta) ὕμνοι E.Alc.447, ἔλεγος E.Hel.185, IT 146, ἄλυρον ἀμφὶ μοῦσαν E.Ph.1028, μέλος Arist.Rh.1408a7, φθόγγους δ' ἀλύρους θρηνοῦμεν Alex.162.6
•que no admite el acompañamiento de liras, triste Ἄϊδος ... μοῖρ' ἀνυμέναιος ἄ. ἄχορος S.OC 1222.
2 no lírico e.d. épico o en prosa μαθήματα ἄλυρα ποιητῶν κείμενα ἐν γράμμασι Pl.Lg.810b
•ἔρωτες que no inspiran la lira, poco poéticos Plu.2.406a.
3 poco lírico, mal concertado ὄργανα Ph.1.549, cf. 613.
German (Pape)
[Seite 110] ohne Begleitung der Lyra, ὕμνοι Eur. Alc. 461, d. h. epische Gesänge; vgl. Plat. Legg. VII, 810 b; φθόγγοι Alex. Ath. II, 55 a; Trauerlied, Eur. I. T. 146 Hel. 185; μοῖρα, das traurige Todesgeschick, Soph. O. C. 1224
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non accompagné de la lyre;
2 qui ne se prête pas aux accords de la lyre (épopée, etc.).
Étymologie: ἀ, λύρα.
Russian (Dvoretsky)
ἄλῠρος: не сопровождаемый игрой на лире (Ἄϊδος μοῖρα Soph.; ὕμνοι Eur.; μαθήματα ποιητῶν Plat.; μέλος Arst.; ἔρωτες Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄλῠρος: -ον, = ἄνευ τῆς λύρας, μὴ συνοδευόμενος ὑπὸ τῆς λύρας, ὕμνοι ἄλυροι, ὅ ἐ. ἄγριοι θρῆνοι (συνοδευόμενοι ὑπὸ αὐλοῦ, οὐχὶ δὲ ὑπὸ λύρας, πρβλ. ἀφόρμικτος, Εὐρ. Ἄλκ. 461, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 6, 7· ἄλυρος ἔλεγος, Ἑλ. 185· Ἄϊδος μοῖρ’ ἄλυρος, περὶ τοῦ θανάτου, Σοφ. Ο. Κ. 1223 (λυρ.): - ἐπὶ λυπηρᾶς ἢ μελαγχολικῆς ὁμιλίας, Ἄλεξις ἐν «Ὀλυνθίᾳ» 1. 6. 2) ἀνάρμοστος πρὸς λύραν, περί τινων ποιημάτων, Πλάτ. Νόμ. 810Β· μέλος ἄλυρον, Ἀριστ. Ρητ. 3. 6, 7.
Greek Monolingual
ἄλυρος, -ον (Α) λύρα
1. ο δίχως υπόκρουση λύρας, αυτός που δεν συνοδεύεται από λύρα
2. (για ποιήματα) αυτός που δεν αξίζει να συνοδευτεί από λύρα, ο αταίριαστος για λύρα
3. φρ. «Ἄιδος μοῖρ’ ἄλυρος», για τον θάνατο
«ὕμνοι ἄλυροι» άγριοι θρήνοι (που συνοδεύονται όχι από λύρα αλλά από αυλό).
Greek Monotonic
ἄλῠρος: -ον (λύρα), αυτός που δεν έχει λύρα, ὕμνοι ἄλυροι, δηλ. άγριοι θρήνοι συνοδευόμενοι από τον αυλό και όχι από τη λύρα (πρβλ. ἀφόρμικτος), σε Ευρ. κ.λπ.
Middle Liddell
λύρα
without the lyre, ὕμνοι ἄλυροι, i. e. wild dirges accompanied by the flute, not the lyre, (cf. ἀφόρμικτος), Eur., etc.