ἄμμιον

From LSJ

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57

German (Pape)

[Seite 125] τό, Diosc., minium, Zinnober.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμμιον: τό, (ἄμμος) = κιννάβαρι ἐν τῇ ἀμμώδει αὑτοῦ καταστάσει. Λατ. minium, Διοσκ. 5. 110· πρβλ. Θεοφρ. Λιθ. 58.