ἄρχω

From LSJ

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄρχω Medium diacritics: ἄρχω Low diacritics: άρχω Capitals: ΑΡΧΩ
Transliteration A: árchō Transliteration B: archō Transliteration C: archo Beta Code: a)/rxw

English (LSJ)

Ep. inf.
A ἀρχέμεναι Il.20.154: impf. ἦρχον ib.2.378, etc.; Dor. ἆρχον Pi.O.10(11).51: fut. ἄρξω Od.4.667, A.Pr.940, Th.1.144: aor. ἦρξα, Ep. ἄρξα Od.14.230, etc.: pf. ἦρχα CIG3487.14 (Thyatira), Decr. ap. Plu.2.851f:—Med., Od.8.90, etc.; non-thematic part. ἄρχμενος Call.Aet.3.1.56, al.: impf., Il.9.93, Hdt.5.28: fut. ἄρξομαι (in med. sense, v. infr.) Il.9.97, E.IA442, X.Cyr.8.8.2; Dor. ἀρξεῦμαι Theoc.7.95: aor. ἠρξάμην Od.23.310, etc.:—Pass., pf. ἦργμαι only in med. sense, v. infr. 1.2: aor. ἤρχθην, ἀρχθῆναι Th.6.18, Arist.Pol.1277b13, v. infr.11.4:—to be first,
I in Time, begin, make a beginning, Act. and Med. (in Hom. the Act. is more freq., in Att. Prose the Med., esp. where personal action is emphasized), πολέμου ἄρχειν to be the aggressor, Th.1.53; πολέμου ἄρχεσθαι to begin one's operations, X.HG6.3.6; ἄρχειν τοῦ λόγου to open a conversation, Id.An.1.6.6; ἄρχεσθαι τοῦ λόγου to begin one's speech, ib.3.2.7. Constr.:
1 mostly c. gen., make a beginning of, ἄρχειν πολέμοιο Il.4.335; μύθων Od.3.68; τῶν ἀδικημάτων πρῶτον τοῦτο ἄρξαι Hdt. 1.2; ἦρξεν ἐμβολῆς A.Pers.409; τοῦ κακοῦ ib.353; ἄρχειν χειρῶν ἀδίκων, ἄρχειν τῆς πληγῆς, strike the first blow, Antipho 4.2.1 and 2:—in Med. in religious sense, = ἀπάρχεσθαι, ἀρχόμενος μελέων = beginning with the limbs, Od.14.428, cf. E.Ion651; but Act., σπονδαῖσιν ἄρξαι Pi.I.6(5).37.
2 c. gen., begin from or begin with... ἐν σοὶ μὲν λήξω σέο δ' ἄρξομαι Il.9.97; ἄρχεσθαι Διός Pi.N.5.25; πόθεν ἄρξωμαι; A.Ch. 855; πόθεν ποτὲ ἦρκται Hp. VM5; ἄρχεσθαι, ἦρχθαι ἔκ τινος, Od.23.199, Hp.Off.11; ἀπό τινος freq. in Prose, ἀρξάμενοι αὐτίκα ἀπὸ παιδίων even from boyhood, Hdt.3.12; but more commonly ἐκ παίδων, ἐκ παιδός, etc., Pl.R. 408d, Thg.128d:—ἀπό in non-temporal relations, ἀρξάμενος ἀπὸ σοῦ. i.e. including yourself, Pl.Grg. 471c, cf. D.18.297; ἀπὸ τῶν πατέρων X.Mem.3.5.15; μέχρι τῶν δώδεκα ἀπὸ μιᾶς ἀρξάμενος Pl.Lg.771c; ἀφ' ἱερῶν ἠργμένη ἀρχή ib.771a; ἀφ' Ἑστίας ἀρχόμενος Ar.V.846.
3 c. gen. rei et dat. pers., ἄρχε θεοῖς δαιτός begin a banquet to the gods, Il.15.95; τοῖς ἄρα μύθων ἦρχε 2.433, etc.; τῇσι δὲ.. ἄρχετο μολπῆς Od.6.101; ἦρξε τῇ πόλει ἀνομίας τὸ νόσημα Th.2.53, cf. 12; τὴν ἡμέραν ἄρχειν ἐλευθερίας τῇ Ἑλλάδι X.HG2.2.23; ἡμὶν οὐ σμικρῶν κακῶν ἦρξεν τὸ δῶρον S.Tr.871.
4 c. acc., ἄρχειν ὁδόν τινι, show him the way, Od.8.107 (but also ἄρχειν ὁδοῖο lead the way, 5.237): abs. (sc. ὁδόν), ἄρχε δ' Ἀθήνη 3.12; σὺ μὲν ἄρχε Il.9.69; ἦ ῥα καὶ ἄρχε λέχοσδε κιών 3.447; ἦρχε δ' ἄρα σφιν Ἄρης 5.592, cf. infr. 11.2: with other accusatives, ἄρχειν ὕμνον Pi.N.3.10; ἅπερ ἦρξεν A.Ag.1529 (lyr.); λυπηρόν τι S.El.552; ὕβριν Id.Fr.368.
5 of actions, σέο δ' ἕξεται ὅττι κεν ἄρχῃ Il.9.102: freq. c. inf., τοῖσιν δ' ἦρχ' ἀγορεύειν among them, Il.1.571, etc.; ἦρχε νέεσθαι, ἦρχ' ἴμεν, 2.84, 13.329; ἄρχετε νῦν νέκυας φορέειν Od.22.437, etc.; ὑφαίνειν ἤρχετο μῆτιν Il.7.324; ἤρξαντο οἰκοδομεῖν Th.1.107; ἡ νόσος ἤρξατο γενέσθαι Id.2.47: c. part., of continued action or condition, ἦρχον χαλεπαίνων Il.2.378; ἢν ἄρξῃ ἀδικέων Hdt.4.119; ἡ ψυχὴ ἄρχεται ἀπολείπουσα X.Cyr.8.7.26; πόθεν ἂν ὀρθῶς ἀρξαίμεθα ἐπαινοῦντες; Pl.Mx.237a, cf. Tht.187a (but ἄ. ἐπαινεῖν Id.Phdr.241e); ἄρξομαι διδάσκων X.Cyr.8.8.2 (but ἤρξω μανθάνειν Id.Mem.3.5.22).
6 abs., ἄρχε = take the lead! Il.9.69: generally, begin, ἄρχειν [τὴν ἐκεχειρίαν] τήνδε τὴν ἡμέραν Indut. ap. Th.4.118, cf. Lex ap.D.24.42; τὸ ἄρχον, opp. τὸ ἑπόμενον, Dam.Pr.234: part. ἀρχόμενος = at first, X.Eq.9.3, Cyn.3.8, Isoc.2.54; at the beginning, ἀρχομένου δὲ πίθου καὶ λήγοντος Hes.Op.368, cf. Fr.192.4; ἀρχομένοισιν ἢ καταπαυομένοισι Ar.Eq. 1246; ἄρχεται ὁ πόλεμος ἐνθένδε Th.2.1; ἅμα ἦρι ἀρχομένῳ ibid.; θέρους εὐθὺς ἀρχομένου ib.47.
7 Gramm., of a word, ἄ. ἀπὸ φωνήεντος D.T.633.27; ἡ ἄρχουσα (sc. συλλαβή) A.D.Synt.130.13.
II in point of place or Station, rule, govern, command,
1 mostly c. gen., rule, be leader of... Βοιωτῶν Il.2.494, cf. Hdt.5.1, etc.
2 less freq. c. dat., ἀνδράσιν ἦρξα Od.14.230, cf. 471, Il.2.805, Pi.P.3.4, A.Pr.940, E.Andr.666, IA337, IG7.2830 (Hyettus), etc.; also ἐν δ' ἄρα τοῖσιν ἦρχ' held command among them, Il.13.690, cf. Pl.Phdr. 238a: c. inf. added, ἄρχε Μυρμιδόνεσσι μάχεσθαι led them on to fight, Il.16.65.
3 abs., rule, ὅσον τό τ' ἄρχειν καὶ τὸ δουλεύειν δίχα A.Pr.927, cf. Pers.774; esp. hold a magistracy, ὁκοῖόν τε εἴη ἄρχειν μετὰ τὸ βασιλεύειν Hdt.6.67; at Athens, etc., to be archon, D.21.178; ἀρχάς, ἀρχὴν ἄρχειν, Hdt.3.80, Th.6.54; ἄρχειν τὴν ἐπώνυμον (with or without ἀρχήν) IG3.659, 693, SIG872.7.
4 Pass., with fut. ἄρξομαι Hdt.7.159, Pi.O.8.45, A.Pers.589, Lys.28.7; but ἀρχθήσομαι Arist.Pol.1259b40, D.C.65.10:—to be ruled, be governed, etc., ὑπό τινος Hdt.1.127; ἔκ τινος S.El.264, Ant.63; ὑπό τινι Hdt.1.91, 103; σφόδρα ὑπό τινος Lys.12.92; ἄρχε πρῶτον μαθὼν ἄρχεσθαι Sol. ap.D.L.1.60, cf. Pl.Prt. 326d; δύνασθαι καὶ ἄρχεσθαι καὶ ἄρχειν Arist.Pol.1277b14; οἱ ἀρχόμενοι = subjects, X.An.2 6.19, etc.

Spanish (DGE)

• Morfología: [ép. inf. ἀρχέμεναι Il.20.154; impf. sin aum. Od.10.205, aor. sin aum. ἄρξα Od.14.230, graf. ɛ̄ρχσα IG 13.472.4 (V a.C.); med. part. pres. ἄρχμενος Call.Fr.75.56; dór. fut. ἀρξεῦμαι Theoc.7.95]
A en sent. concr., en v. act.
I sin idea de mov., c. suj. y compl., gener. en gen. o dat., de pers. y asimilados
1 en cont. bélico mandar, acaudillar, capitanear
a) c. gen. de las huestes Βοιωτῶν Il.2.494, Ἁλιζώνων Il.2.856, Κισσίων Hdt.7.62, ἑταίρων Od.13.266, cf. Hdt.1.207, esp. en la fórmula τῶν (δ') ἦρχε Il.2.512, 736, τῶν μὲν ἐγὼν ἄρχον, τῶν δ' Εὐρύλοχος Od.10.205, cf. Ibyc.1(a).2, Hdt.5.1;
b) c. gen. de cuerpos de ejército, esp. naves en plu. τῶν ἑκατὸν νηῶν ἦρχε Il.2.576, cf. 586, E.IA 355
ser el almirante τῶν εἴκοσι νεῶν Th.2.80, cf. 1.47
στρατιῆς Hdt.1.207, cf. Th.2.33, κέρεος Hdt.9.26, συμμάχων Th.2.62, ὁπλιτῶν E.Andr.760, τῷ ... πραιποσίτῳ ... στρατιωτῶν ἄρχιν (l. -χειν) ἔξεστι POxy.1101.13 (IV d.C.)
en v. pas. ser capitaneado, estar bajo el mando οὔτ' ἂν στρατός γε σωφρόνως ἄρχοιτ' ἔτι nunca ya el ejército se mantendría sensatamente disciplinado (sin temor y respeto), S.Ai.1075, ἴσθι ἀρξόμενος ὑπὸ Λακεδαιμονίων Hdt.7.159, ὑπὸ τοῦ Οὐεσπασιανοῦ D.C.65.10.3;
c) c. dat., mismos sent. ἦρχε ... σφιν ... Ἀγαμέμνων Il.14.134, cf. 2.805, ἦρχε δὲ τοῖσιν ἐὺς παῖς Ἀλκαίοιο Hes.Sc.26, ἀνδράσιν ἄρξα καὶ ὠκυπόροισι νέεσσιν Od.14.230
c. prep. ἐν δ' ἄρα τοῖσιν ἦρχ' υἱὸς Πετεῶο Il.13.690
c. dat. e inf. ἄρχε δὲ Μυρμιδόνεσσι ... μάχεσθαι Il.16.65, c. dat. y ac. direcc. ἄρχειν Δαναΐδαις πρὸς Ἴλιον E.IA 337, cf. Andr.666, IG 7.2830.2 (Hicto III/II a.C.);
d) abs. Τρῶες δὲ προὔτυψαν ἀολλέες· ἦρχε δ' ἄρ' Ἕκτωρ Il.17.262, 13.136, 15.306, cf. en v. pas. Hdt.7.159.
2 en un sent. que no es estrictamente el de una expedición bélica mandar, dominar, imperar
a) entre los dioses, de Zeus ἄ. θεῶν A.Pr.203, del amor οὗτος ἄρχει καὶ θεῶν ... κἀμοῦ γε S.Tr.443, c. dat., de Zeus δαρὸν γὰρ οὐκ ἄρξει θεοῖς A.Pr.940, abs. τὸ πάλαι δ' ἦν Κρόνος ἄρχων Tim.20.4;
b) unos pueblos sobre otros ἄλλων Hdt.1.170, cf. 210, βαρβάρων δ' Ἕλληνας ἄρχειν εἰκός E.IA 1400, τῶν Ἑλλήνων Isoc.6.94, en v. pas. ὑπὸ Μήδων ἄρχεσθαι Hdt.1.127, cf. 91;
c) sobre anim. y seres inanimados mandar sobre, imperar οὔτε γὰρ ἵππων οὔτε κυνῶν οὔτ' ἀνδρῶν οὔτ' ἄλλου πράγματος οὐδενὸς οἷόν τε καλῶς ἄρχειν Isoc.2.15, ἰχθύων LXX Ge.1.26, 28, θηρίων τῆς γῆς Ep.Barn.6.12, παρέδομεν ταῖς γυναιξὶν ... ἄρχειν κερκίδων καὶ πάσης ταλασίας Pl.Lg.805e.
3 en la sociedad civil, gener. ejercer el poder sobre, regir, gobernar, mandar
a) c. gen. πολιτῶν A.A.1639, ἄρχει τις αὐτῶν, ἢ ἐπὶ τῷ πλήθει λόγος; S.OC 66, ὧνπερ ἄρχεις, ἄρχε manda a quienes te corresponde mandar S.Ai.1107, cf. Hdt.4.3, 6.138, δούλων E.Andr.374, ἀκόντων Pl.Lg.832c, οὐ πολλοὶ ὀλίγων ἄρχουσιν ἀλλὰ πλειόνων μᾶλλον ἐλάσσους Th.4.126, (μοναρχία) ... ἄρχει τῶν ὁμοίων καὶ βελτιόνων Arist.Pol.1295a20, θανόντος γ' ἄρξομεν muerto lo dominaremos S.Ai.1068, ἐμοῦ δὲ ζῶντος οὐκ ἄρξει γυνή S.Ant.525;
b) abs. mandar, tener el poder νῦν δὲ Λεώφιλος μὲν ἄρχει Archil.214, ἄρχειν μὲν βουλῇ θεοτιμήτους βασιλῆας Tyrt.3.5, φορτηγοὶ δ' ἄρχουσι Thgn.679, c. ac. de rel. τὰ κατὰ πόλιν καὶ τὰ ἔνδημα ... ἦρχον (los reyes), Arist.Pol.1285b14, entre los estoicos ὁ ἀρχικός, ὁ σπουδαῖος μόνος ἄρχων Chrysipp.Stoic.3.159bis, del sistema democrático πλῆθος δ' ἄρχον Hdt.3.80, cf. 82, Pl.Plt.291e, c. adv. o locución adverb. οὔτοι κακῶς γ' ἄρχοντος de ninguna manera (hay que obedecer) al que gobierna mal S.OT 629, ἄρχειν κατὰ μόνας Arist.Pol.1281b33, c. gen. separat. <ἀπ'> οὐθενὸς (τιμήματος) ἦρχον gobernaba (prácticamente) sobre una base no censuaría Arist.Pol.1303a24, c. ac. int. ἄρχεις δ' ἐκείνῃ ταὐτά S.OT 579, op. a dif. formas de vida civil πολιτεύεσθαι καὶ ἄρχειν Arist.Pol.1318b15, τὸ ἄρχειν καὶ τὸ δουλεύειν δίχα A.Pr.927, cf. Pers.774, S.OT 585
esp. op. a su v. pas. dejarse mandar, ser dominado κάματός ἐστι τοῖς αὐτοῖς μοχθεῖν καὶ ἄρχεσθαι es fatiga trabajar para los mismos y estar bajo su dominio Heraclit.B 84b, καλῶς μὲν ἄρχειν, εὖ δ' ἂν ἄρχεσθαι θέλειν S.Ant.669, cf. Pl.Prt.326d, Lys.28.7, τὸ ἄρχεσθαι καὶ ἄρχειν εἴδει διαφέρει Arist.Pol.1259b37, τὸ μὲν γὰρ ... ἄρχον φύσει, ... τὸ δὲ ... ἀρχόμενρν φύσει el uno es un (ser) que gobierna por naturaleza, el otro es gobernado por naturaleza Arist.Pol.1252a31, δύνασθαι καὶ ἄρχεσθαι καὶ ἄρχειν Arist.Pol.1277b14, cf. Plu.2.754d
sólo en v. pas. ser dominado, ser gobernado οὐκ ἀρχόμεθ' ἐκ κρεισσόνων S.Ant.63, cf. OC 66, ἄρχεσθαι πρεσβύτερον ὑπὸ νεωτέρου Pl.Ti.34c, cf. Lys.12.92, Sol.Ep.3, βίᾳ ἀρχόμενον Th.3.46.5, οἱ ἀρχόμενοι los súbditos X.An.2.6.19, cf. Arist.Pol.1259b40.
4 en las ciu., institucionalizado
a) en Atenas ser arconte πρὶν ἢ Σόλωνα ἄρξαι Sol.Lg.70, ε̄̓ρχε δὲ Ἀθηναίοις Ἀριστίον IG 13.285.2 (V a.C.), ἐπὶ τῆς ἐκείνου ἀρχῆς, ἧς κατ' ἐνιαυτὸν Ἀθηναίοις ἦρχε Th.1.93
c. ac. int. ἦρξαν τὴν ἐνιαύσιον Ἀθηναίοις ἀρχήν Th.6.54, cf. D.21.178, Plu.2.1016b, ἄρχειν τὴν ἐπώνυμον (ἀρχήν) ser arconte epónimo, IG 3(1).659.5, 693 (II d.C.), SIG 872.7 (Eleusis II d.C.)
frec. en part. subst. (v. ἄρχων) cóm. ἡ ἄρχουσα = de una mujer arconte Ar.Ec.237
en aor. ex-arconte Εὐκλείδην τὸν ἄρξαντα Archipp.27.3;
b) gener. desempeñar un cargo o magistratura ἀ. ἀρχήν Hdt.3.80, 6.67, POxy.471.145 (II d.C.) en BL 1.322
c. gen. de pers. ser magistrado οἱ τῶν Βοιωτῶν ἄρξαντες los magistrados de los beodos Plb.20.7.5, οὗτος ἄρχων ... ὑμῶν del obispo en la administración religiosa Const.App.2.26.4
en v. pas. οἱ ἀρχόμενοι los sometidos a la autoridad episcopal Chrys.M.Sac.4.8.24
abs. ὁκοῖος τ' εἴη τὸ ἄρχειν μετὰ τὸ βασιλεύειν qué era ser magistrado después de reinar Hdt.6.67, cf. Hp.Ep.10, ἄρχειν καὶ λειτουργεῖν POxy.1119.16 (III d.C.), PBerl.Borkowski 10.3 (III/IV d.C.);
c) en época imper., c. ac. de n. de lugar ser gobernador ἄρχειν ... τὴν ... Θηβαίων χώραν PMasp.279.re.9 (VI d.C.), c. pred. Αὐρ[ηλίῳ] ... ἄρξαντι βουλευτῇ a Aurelio que desempeñó el cargo de consejero, CPR 7.18.6.
5 c. n. concr. de lugar
a) de la nave capitanear, ser el capitán o patrón βασιλεύς, ὅστις ἄρχει ναός Pi.P.4.230, cf. E.Hel.1552;
b) territorios dominar, ser el amo de, mandar sobre χώρας A.Pers.856, Th.1.138, τῆσδε γῆς S.OT 54, cf. Th.1.4, χθονός E.Io 1574, θαλάσσης Hdt.3.122, Ἑλλάδος Hdt.3.122, τῆς πόλεως Th.6.38, τοῦ ἔσπλου controlar la entrada del puerto Th.8.90, c. dat. βάσσαισι Pi.P.3.4, abs. Ἀλκίνοος δὲ τότ' ἄρχε en la isla Esqueria Od.6.12.
6 de partes del cuerpo, espíritu, pasiones regir, mandar sobre, controlar οὐ χερὸς, οὐ ποδὸς, οὔ τινος ἄρχων S.Ph.859, ψυχῆς Pl.R.408e, τῶν ἡδονῶν Pl.Grg.491e, ἑαυτοῦ Pl.Grg.491d, τοῦ παντὸς νοῦς ἄρχει Pl.Phlb.30d, αἱ συμφοραὶ τῶν ἀνθρώπων ἄρχουσι καὶ οὐκὶ ὥνθρωποι τῶν συμφορέων Hdt.7.49, οὐκ ἄρχω τύχης Th.4.64, (κάλλος) τῆς ῥώμης ... ἄρχειν Isoc.10.16, c. dat. y prep. (ἐπιθυμίας) ἀρξάσης ἐν ἡμῖν Pl.Phdr.237e, ἐν ἑκάστῳ δύο τινέ ἐστον ἰδέα ἄρχοντε en cada uno hay dos principios rectores Pl.Phdr.237d.
II c. idea de mov., c. suj. de pers. conducir, guiar c. dat. y ac. de extensión ἄρχε δὲ τῷ αὐτὴν ὁδόν le condujo por el mismo camino, Od.8.107, c. gen. y giro prep. ἄρχε δ' ὁδοῖο νήσου ἐπ' ἐσχατιῆς guió el camino hasta la parte extrema de la isla, Od.5.237
abs. ir a la cabeza, abrir la marcha, dirigir esp. de dioses βῆ δὲ ... σιγῇ ... ἦρχε δὲ δαίμων marchaba (Helena) en silencio, iba delante la diosa (Afrodita), Il.3.420, cf. 1.495, ἦ ῥα, καὶ ἄρχε λέχοσδε κιών Il.11.472, 15.559, cf. 9.657, Od.2.416, Βάκχιος ἄρχοι que dirija Baco S.Ant.153.
B en sent. fig., en v. act. y med.
I c. suj. de pers. o anim. y gen. (raramente ac. o dat.) de n. de acción, palabras, etc.
1 encabezar, dar comienzo, iniciar
a) πολέμοιο Il.4.335, cf. 7.232, Th.1.53, μάχης Th.1.49, ἦρχε φόβοιο inició el movimiento de pánico, Il.17.597
esp. en el cliché jurídico ἄρχειν χειρῶν (ἀδίκων) ser el agresor ἀμυνόμενος ἄρχοντα χειρῶν πρότερον Pl.Lg.869c, cf. Isoc.20.1, Antipho 4.2.1, 2, Plb.2.45.6, PHal.1.204 (III a.C.)
abs. iniciar el ataque u iniciar las hostilidades ἄρχε· σὺ γὰρ ... νεώτερος Il.21.439, ἦρχε γὰρ Ἄρης ... ἔγχος ἔχων Il.21.391, cf. 437, πολεμοῦνται σαφῶς ὁποτέρων ἀρξάντων Th.4.20
op. a la v. med. πολέμου δὲ οὐκ ἄρξομεν, ἀρχομένους δὲ ἀμυνούμεθα no iniciaremos la guerra, pero si ellos la promueven, nos defenderemos Th.1.144
en v. med. μηδὲ φυγῆς ... ἄρχεσθε μηδὲ φόβου Tyrt.6.16;
b) de bienes y males (frec. c. dat. de interés) comenzar, ser el principio τοῦ παντὸς κακοῦ A.Pers.353, μυρίης κακότητος Hdt.6.67, cf. Th.2.12, τῶν ἀδικημάτων Hdt.1.2, cf. S.Tr.872, Is.6.21, τῇ πόλει ... ἀνομίας Th.2.53, τῆς σωτηρίας Pl.Lg.707c, στάσιος ἀρξεῖν ICr.1.9.1B.61 (Dreros III a.C.), ἐλευθερίας τῇ Ἑλλάδι X.HG 2.2.23, ἄρχειν τῆς ἡμέρας καὶ νυκτός LXX Ge.1.18
en v. med. πεπρωμένοι ἤρχετο μόροιο κᾶρυξ Pi.Fr.140a.67 (dud.), c. ac. τείσας ἅπερ ἦρξεν A.A.1529, λυπηρόν τι S.El.552, ὕβριν S.Fr.368;
c) de la palabra y el canto comenzar, iniciar τοῖσι δὲ μύθων ἦρχε πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε Il.22.167, 24.103, Od.1.28, ἦρχον ἐγὼ μύθοιο Il.11.781, Ϝεπέων Alcm.27.2, γόοιο del lamento ritual Il.24.723, de géneros escritos τῆς σπουδαίας ἐπιστολῆς θεὸς ἄρχει (la palabra) «dios» comienza una carta seria Pl.Ep.363b, cf. 317b, τοῦ βυβλίου Epicur.Fr.[94] 2, c. ac. ὕμνον Pi.N.3.10
abs. οἱ δ' ᾤμωξαν ..., ἦρχε δὲ Ἀχιλλεύς Il.23.12
en v. med. τοῖσι ... ἤρχετο μύθων Od.1.367, τοῦ λόγου δὲ ἤρχετο ὧδε así comenzaba su discurso X.An.3.2.7, ἀοιδῆς Hes.Th.48, Stesich.101, φιλίων δ' ἐπέων Pi.P.4.30, cf. Lyr.Adesp.20d, ῥαπτῶν ἐπέων Pi.N.2.3
del baile τῇσι δὲ ... ἄρχετο μολπῆς Od.6.101
abs. iniciar, comenzar el canto del aedo ὁ δ' ὁρμηθεὶς θεοῦ ἤρχετο impulsado por el dios comenzó el canto, Od.8.499, ὅτ' ἄψ ἄρχοιτο καὶ ὀτρύνειαν ἀείδειν Od.8.90, ἀοιδοὶ ... ἀρχόμενοι δὲ Λίνον καὶ λήγοντες καλέουσιν Hes.Fr.305.4, cf. h.Ap.514, Inc.Lesb.19
comenzar a hablar, tomar la palabra ἔα μ' ἐν οἷσιν ἠρξάμην permite que me quede en lo que dije al principio S.OC 625;
d) sólo en v. med., de otras actividades, gener. dar comienzo ἀρχόμενος τὰ πρῶτ' ἀρότου Hes.Op.467, ἀμήτου Hes.Op.384, σπέρματος Hes.Op.781 ρχσαντο τōν ἔργον comenzaron las obras, IG 13.472.4 (V a.C.), cf. Pi.O.6.3
esp. en part. ἀρχόμενος, ἀρξάμενος = al empezar ἐς πλόον ἀρχόμενοι al comenzar la navegación Pi.P.1.34, cf. X.Eq.4.2, Cyn.3.8, una enfermedad o tratamiento, Hp.Acut.46, ἦν Ἰησοῦς ἀρχόμενος ὡσεὶ ἐτῶν τριάκοντα tenía Jesús al empezar (su predicación) como treinta años, Eu.Luc.3.23
esp. ref. a un tratado, una obra literaria, discurso, etc. ἀρχόμενος δὲ ἀπ' ἀρχῆς διεξήιε ... Hdt.1.116, ἀρξάμενος εὐθύς καθισταμένου (πολέμου) habiendo empezado (a redactar su historia) en cuanto empezó la guerra Th.1.1, cf. X.Eq.9.3, Isoc.2.54, Act.Ap.11.4, X.Eph.5.7.7
ἐν τῷ ἄρχεσθαι al empezar (una ciencia) e.d. al considerar los principios generales Aristox.Harm.55.4, cf. 6
en lit. crist. (οἱ) ἀρχόμενοι (los) principiantes o catecúmenos Origenes Cels.3.51 (p.247.9)
en perf. tener su principio op. a ‘ser eterno’, Gr.Naz.M.35.1221B;
e) de comidas, ceremonias y fiestas que requieren cierto orden establecido empezar, presidir, inaugurar c. gen. σύ γ' ἄρχε θεοῖσι δόμοις ἔνι δαιτός tú (Temis) preside en los palacios el banquete para los dioses, Il.15.95, c. dat. ἄρξαι σπονδαῖσιν Pi.I.6.37, abs. Ἀτρεΐδη, σὺ ἄρχε ref. a la preparación de una comida Il.9.69
en v. med. c. gen. πάντων ἀρχόμενος μελέων empezando (a cortar) todos los miembros (del animal) Od.14.428, ἄρξασθαι ... κοινῆς τραπέζης E.Io 651, ἄρξασθαί τε πίθου (es el mejor día) para empezar un tonel Hes.Op.815, cf. 368, c. ac. o ac. c. prep. Βάκχῳ τὰς τριετ<ε>ῖς ἀρχόμεναι θυμέλας al inaugurar las ceremonias trienales en honor de Baco Posidipp.Epigr.37.4, ἄρχειν εἰς τὰ Θεσμοφόρια presidir en las Tesmoforias Is.8.19.
2 c. part. e inf. comenzar, empezar a
a) c. part. χαλεπαίνων Il.2.378, ἔπος εἰπὼν ἀποθύμιον Hes.Op.709, ἀδικέων Hdt.4.119
en v. med. ἄρχεσθαι ἐπιδέοντα ἀπὸ τοῦ οἰδήματος Hp.Fract.27, ἐπεὰν ... ἄρχηται διακινεύμενος Hdt.3.108, ἐπαινοῦντες Pl.Mx.237a, διαλεγόμενοι Pl.Tht.187a, διδάσκων X.Cyr.8.8.2, ἡ ψυχὴ ... ἄρχεται ἀπολείπουσα X.Cyr.8.7.26;
b) c. inf. βουλῆς ἐξ ἦρχε νέεσθαι Il.2.84, cf. 13.329, ὣς ... ἄρξωσι πρότεροι ὑπὲρ ὅρκια δηλήσασθαι Il.4.66, 70, νέκυας φορέειν Od.22.437, ἐμ' ἀτιμάζειν ἄρχει h.Ap.312, μέλος ... ἄρχε παρσένοις ἀείδην Alcm.14(a)3, στρατεύεσθαι Hdt.1.4, νόμους τίθεσθαι Pl.R.359a, ἐπαινεῖν Pl.Phdr.241e
en v. med. ὑφαίνειν ἤρχετο μῆτιν Il.7.324, νῆας πήγνυσθαι Hes.Op.809, cf. Th.1.5, Δήμητρ' ... ἄρχομαι ἀείδειν h.Cer.1.431, cf. Pi.Fr.89a.1, Lyr.Adesp.20e, Th.6.46, Ar.Eq.1264, Plb.2.1.2, IM 163.4 (I/II d.C.), τέττιξ ... ἀείδειν ἄρχεται Hes.Sc.395, πολεμεῖν Th.1.25, οἰκοβομεῖν Th.1.103, μανθάνειν X.Mem.3.5.22, λαλῆσαι LXX Ge.18.27, λέγειν Eu.Matt.11.7
en un uso pleonástico, calco de sintagmas semíticos ὧν ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς ποιεῖν Act.Ap.1.1.
II sólo en v. med., c. gen., adv. o constr. prep. de origen
a) c. rég. de n. de pers. empezar por σεο Il.9.97, esp. c. n. de dioses o héroes al inicio de poemas o himnos Μουσάων ἀρχώμεθα Hes.Th.36, cf. h.Hom.25.1, Διὸς ἀρχόμεναι Pi.N.5.25, ὁπλοτέρων ἀνδρῶν ἀρχώμεθα Epigoni 1, ἐκ Διὸς ἀρχομένα Alcm.29, ἀπὸ παιδίων Hdt.3.12, ἀρξάμενος ἀπό σου Pl.Grg.471c, cf. D.18.297, Eu.Matt.20.8, Eu.Luc.24.27, ἀφ' Ἑστίας ἀρχόμενος empezando por Hestia e.d. «empezando por el principio» pues a Hestia se hacía la primera libación, Ar.V.846
c. el gen. de origen e inf. ἀπὸ τῶν πατέρων ἄρχονται καταφρονεῖν τῶν γεραιτέρων X.Mem.3.5.15
tb. c. dat. Ἑστίῃ ἀρχόμενος h.Hom.29.6;
b) c. rég. de n. de lugar o indicación local partir de, comenzar desde τοῦ χώρου ὅθεν τε περ οἰνοχοεύει Od.21.142, Δωδωνάθεν Pi.N.4.53, ἄνωθεν τοῦ στρατοπέδου Hdt.1.75, πόθεν ἄρξομαι; Gorg.B 11a.4, (ἰητρικὴ) πόθεν ποτὲ ἦρκται Hp.VM 5, πόθεν ἄρχεται τὰ ἀναφυσήματα Plb.34.11.18, ἐκ δὲ τοῦ ἀρχόμενος habiendo empezado a partir de aquí, Od.23.199, ἐκ μυχοῦ ... ἐς τὴν εὐρέαν θάλασσαν Hdt.2.11, cf. 2.22, ἄρχεσθαι ἐκ τοῦ ὑγιέω empezar desde la parte sana Hp.Off.11, ἀφ' ἱερῶν ἠργμένη (ἀρχή) Pl.Lg.771a
esp. para indicar los límites ἀρξάμενοι ἀπὸ τῆς λιβικῆς γωνίας τοῦ πύργου PRyl.156.14 (I d.C.), ἀπο τοῦ προπυλαίου SIG 969.5 (Atenas IV a.C.), cf. PTeb.526 (II d.C.), ἀρχομένου νότου εἰς βορρᾶ (sic), PRyl.157.7 (II d.C.);
c) c. rég. de n. que significan un estadio temporal, c. prep. empezar desde, a partir de ἐκ παιδῶν empezando de niños Pl.R.408d, cf. Thg.128d, ἀπὸ τῆς ἕω ἀρξάμενος ἄχρι πρὸς ἑσπέραν Luc.Somn.15, ἀπὸ τούτων ἠρξάμεθα τῶν καιρῶν Plb.4.2.4, cf. 6.54.1, c. fechas y numerales μέχρι τῶν δώδεκα ἀπὸ μιᾶς ἀρξάμενος Pl.Lg.771c, ἀπὸ ἑκατοστῆς ... Ὀλυμπιάδος Plb.3.1.11.
III c. suj. de abstr.
1 gener. tener principio, empezar, comenzar
a) ἄρχει μὲν ἀγών empieza la competición, Carm.Pop.17, ἄρξαντος αὐτοῦ (πολέμου) Th.1.23, 2.1, νῦν δὲ ἦρξε μὲν ἡμῖν ἐκ μουσικῆς ἡ ... δόξα ahora bien, entre nosotros la creencia ... tuvo su origen en la música Pl.Lg.701a
tb. en v. med. ἅμα πρῶτοις ἄρξεται καὶ τερτάτοις empezará (la ruina de una ciudad) junto con la primera y tercera generación Pi.O.8.45 (dud.), ἡ νόσος ... ἤρξατο γενέσθαι τοῖς Ἀθηναῖοις Th.2.49, cf. Hp.Prog.15;
b) de fenómenos naturales que marcan divisiones temporales τὸ θέρος ἦρξε τοῦ ἐνδεκάτου ἔτους Th.5.24
esp. en v. med. ἅμα ἦρι ἀρχομένῳ al comienzo de la primavera Th.2.2, cf. Plb.1.36.10, ἤρχετο τὰ κατὰ τὴν ἄμποτιν Plb.10.14.8.
2 de tratados, leyes, c. indicación temp. expresa comenzar a regir, regir τὴν ἐκεχειρίαν ἄρχειν τήνδε τὴν ἡμέραν Th.4.118, cf. Thasos 1.18.5, 13 (V/IV a.C.), ἄρχɛ̄ν δὲ τὸν χρόνον τōν σπονδōν τō Μεταγειτνιōνος μɛ̄νὸς ἀπὸ διχομενίας IG 13.6B.17, cf. 402.14 (ambas V a.C.), χρόνος ὅντινα δεῖ ἄρχειν ley en D.24.42, ἄρχει τῶν σπονδῶν ἔφορος Πλειστόλας comienza el tratado el éforo Plístolas e.d. comienza a regir a partir del eforado de Plístolas Th.5.19.
3 en series gráficas, numéricas empezar ἀφ' ἧς ἂν πλευρᾶς ἄρξῃ τὸ ἄλφα Aen.Tact.31.28, τὸ ἄρχον = el principio op. τὸ ἑπόμενον Dam.in Prm.234.
4 gram. ἡ ἄρχουσα (συλλαβή) sílaba inicial A.D.Synt.130.13, cf. 24
τὸ ἄρχον el radical A.D.Pron.22.6.
• Diccionario Micénico: a-ke-qe (??).
• Etimología: Et. desconocida, a no ser que proceda de *ser-gh- ‘proteger’ cf. ὄρχαμος, gót. saúrgan, lit. sargá c. un cambio de sent. hacia ‘ser el primero’, ‘guiar’.

German (Pape)

[Seite 366] 1) der Erste sein, anfangen, insofern man der Erste ist, der etwas thut, in Beziehung auf Andere, die es nachher thun; a) absolut; πρὸς Ὄλυμπον ἴσαν θεοὶ πάντες ἅμα, Ζεὺς δ' ἦρχε, ging voran, war an der Spitze, Iliad. 1, 495; vgl. 3. 420. 9, 657. 11, 472; νῦν δ' ἄρχ', ὅππῃ σε κραδίη θυμός τε κελεύει 13, 784; ὅπῃ ἄρξειεν Ἀχιλλεύς Od. 3, 106; οἱ δ' ᾤμωξαν ἀολλέες, ἦρχε δ' Ἀχιλλεύς Iliad. 23, 12; ἀρχέτω· αὐτὰρ ἐγὼ μάλα πείσομαι ᾑ περ ἂν οὗτος 7, 286; σὺ μὲν ἄρχε 9, 69; τίη δὴ νῶι διέσταμεν; οὐδὲ ἔοικεν ἀρξάντων ἑτέρων 21, 437; Plat. Rep. X, 619 b dem τελευτῶν entgegengesetzt. – b) c. gen.; ἄρχε μάχης ἠδὲ πτολέμοιο Iliad. 7, 232; ἄρξειαν πολέμοιο 4, 335; ἦρχον ἐγὼ μύθοιο 11, 781; πρῶτος Πηνέλεως ἦρχε φόβοιο 17, 597; von dgl. Fällen ist vielleicht zu unterscheiden ἦρχε δ' ὁδοῖο νήσου ἐπ' ἐσχατιῆς Od. 5, 237; λόγου, der Erste sein im Reden, d. i. anfangen zu reden, Eur. Phoen. 450; Xen. An. 1, 6, 5; vgl. Cyr. 6, 1, 6 ἐπεὶ πρεσβύτερός εἰμι, die Jüngern sprechen hernach; τῆς ἀδικίης Her. 3. 130; κακῶν ἦρξε τὸ δῶρον war das Erste, die Ursach, Soph. Tr. 869; τοῖς Ἕλλησι μεγάλων κακῶν ἄρξει Thuc. 2, 12; μεταβολῆς ἁπάσης ἄρχει Plat. Legg. X, 892 a; γενέσεώς τινι D. Hal. 1, 10; ähnl. τὸ γένος ἄρχει ἀπό τινος, abstammen, ibid.; χειρῶν, Thätlichkeiten anfangen, Plat. Legg. IX, 869 c; so auch ohne χειρῶν, IX, 880 a. Doch auch wie ἄρχεσθαι, von etwas anheben, Eur. Tr. 969. – c) seltner c. acc.; ὁδόν, den Weg vorangehen, τινί, Od. 8, 107; ἅπερ ἦρχεν, was er zuerst that, Aesch. Ag. 1511; λυπηρόν τι Soph. El. 542; ὕμνον Pind. N. 3, 10; aber σπονδαῖς ἄρχειν, libatione auspicari, Pind. I. 5, 37. – d) c. inf.; Μηριόνης ἦρχ' ἴμεν Iliad. 13, 329; βουλῆς ἐξ ἦρχε νέεσθαι 2, 84; ἄρχετε νέκυας φορέειν Od. 22, 437; ὥς κε Τρῶες Ἀχαιοὺς ἄρξωσι πρότεροι ὑπὲρ ὅρκια δηλήσασθαι Iliad. 4, 67; ἄρξει καὶ προτέρω κακὸν ἔμμεναι Od. 4, 667; λέγειν Eur. Med. 475. – e) c. part.; ἦρχε λέχοσδε κιών Iliad. 3, 447; ἐγὼ δ' ἦρχον χαλεπαίνων 2, 378; ἀδικῶν Her. 4, 119. – f) c. dat., oft bei Hom.: neben dem gen., τοῖσι μύθων ἦρχε Ἀθήνη Od. 13, 374, vgl. Iliad. 2, 433; τῇσιν Ἀνδρομάχη ἦρχε γόοιο Iliad. 24, 723; ἄρχε θεοῖσι δαιτός 15, 95; neben dem inf., τοῖσιν Ἥφαιστος ἦρχ' ἀγορεύειν Iliad. 1, 571, vgl. Od. 2, 15. 16, 845. Diese Dative sind wohl in der Bed. eines genit. partitiv. zu nehmen, wie Homer ja überhaupt sehr oft den dat. in dem Sinne gebraucht, für welchen die Prosa den genit. gebrauchen würde, vgl. Friedlaend. Aristonic. p. 22; also τοῖσιν Ἥφαιστος ἦρχ' ἀγορεύειν = der erste unter ihnen, welcher redete, war Hephästos. Hiervon ist wohl zu unterscheiden der dat. Od. 24, 9 ἦρχε δ' ἄρα σφιν Ἑρμείας κατ' εὐρώεντα κέλευθα, er führte sie; welche Stelle Licht erhält durch die wegen ihres accus. schon unter c) erwähnte Stelle Od. 8, 107 ἦρχε δὲ τῷ αὐτὴν ὁδὸν ἥν περ οἱ ἄλλοι; in diesen beiden Stellen ist also an den Sinn des genit. partit. nicht zu denken, sondern an den des genit. object. – 2) Häufiger ist in Prosa das med., den Anfang womit machen, im Gegensatz dessen, was man später thut; doch wird dieser Unterschied vom act. nicht immer beobachtet; bei Hom. steht entschieden mehrmals das med. genau in demselben Sinne wie das act.: τοῖς ὁ γέρων πάμπρωτος ὑφαίνειν ἤρχετο μῆτιν Iliad. 7, 324. 9, 93; τοῖσι Τηλέμαχος ἤρχετο μύθων Od. 1, 367; τῇσι Ναυσικάα ἤρχετο μολπῆς 6, 101. In anderen Stellen läßt sich ein Unterschied zw. med. u. act. annehmen: ὅτ' ἂψ ἄρχοιτο Od. 8, 90; ἤρξατο δ' ὡς πρῶτον Κίκονας δάμασε 23, 310; ἐν σοὶ μὲν λήξω, σέο δ' ἄρξομαι Iliad. 9, 97; ὁ δ' ὁρμηθεὶς θεοῦ ἤρχετο Od. 8, 499; ἀρξάμενοι τοῦ χώρου ὅθεν τέ περ οἰνοχοεύει 21, 142; ἐκ τοῦ ἀρχόμενος λέχος ἔξεον 23, 199; vom Opfer Od. 14, 428 ὁ δ' ὠμοθετεῖτο συβώτης, πάντων ἀρχόμενος μελέων, ἐς πίονα δημόν, v.l. πάντοθεν, s. Scholl. Did.; vgl. ἀπάρχομαι. Bei den Folgenden: a) c. gen., ἐπέων Pind. P. 4, 30; λόγου, seine Rede anfangen, Xen. An. 3, 2, 7; δρόμου, σίτου Cyr. 3, 3, 61. Häufiger b) ἀπό τινος, so daß der einzelne Punkt, der der erste ist, bezeichnet wird, vgl. Matth. Gr. §. 336, Anm. 2; Plat. Phaedr. 100 b Soph. 218 a; ἤργμεθα Legg. IV, 722 c; Xen. An. 6, 1, 18 u. sonst; dah. πόθεν, Plat. Menex. 237 a; bes. wird ἀπό τινος ἀρξᾰμενος periphrastisch gebraucht, von da an, vgl. Her. 3, 91; Plat. Gorg. 471 c. Ebenso ἔκ τινος, Her. 2, 17 u. öfter; ἐκ παιδός, ἐκ παίδων σμικρῶν ἀρ., von Kindheit an, Plat. Rep. IX, 582 b Prot. 325 c; ἐξ ἕω ἀρξάμενος – μέχρι, vom Morgen an, Legg. VII, 807 d. Ein Verbum steht dabei c) im inf., um übh. den Anfang auszudrücken von etwas, ἄρχομαι μανθάνειν Xen. Mem. 3, 5, 22, ich fange an zu lernen; ἡ νόσος ἤρξατο γενέσθαι, die ersten Spuren der Krankheit zeigten sich, Thuc. 2, 47; – oder mit dem partic., wenn der Anfang in Beziehung auf die ganze Folgezeit, den Fortgang des Zustandes betrachtet wird, ἠρχόμεθα διαλεγόμενοι Plat. Theaet. 187 a; ἄρχομαι διδάσκων, ich fange meinen Unterricht an, Xen. Cyr. 8, 8, 2; umgekehrt, ἀρχόμενος ἔλεγον Plat. Theaet. 174 b, zuerst; vgl. Matth. Gr. §. 557. – 3) der Erste sein als Anführer, Herrscher, befehligen, herrschen; absolut, Od. 6, 12. 14, 471 Iliad. 13, 136; ἄρχειν τε καὶ ἄρχεσθαι Plat. Prot. 326 d; ἄρξουσι καὶ ἄρξονται Rep. III, 412 c; so in pass. Bdtg auch Aesch. Pers. 581; Her. 7, 139; aber ἀρχθήσομαι hat Arist. pol. 1, 13 u. Sp.; bes. Archont sein; mit dem gen., Iliad. 2, 494. 16, 173 Od. 10, 205; eben so Folg., sowohl vom Könige, als von den Obrigkeiten; ἀρχὴν ἄρχειν; häufig vom Heerführer, Her. 5, 1; Xen. An. 2, 2, 5; ἵππων ζεύγους Plat. Theag. 123 d; κώμης Xen. An. 4, 5, 28. Homerisch ist die Vbdg mit dem dat., ἦρχε δ' ἄρα σφιν Ἕκτωρ Iliad. 16, 552; ἦρχε δ' ἄρα σφιν Ἄρης καὶ Ἐνυώ 5, 592; οἷσί περ ἄρχει 2, 805, vgl. Scholl.; εἰνάκις ἀνδράσιν ἦρξα καὶ νέεσσιν ἄνδρας ἐς ἀλλοδαπούς Od. 14, 230; ἄρχε Μυρμιδόνεσσι μάχεσθαι Iliad. 16, 65; Ζεὺς δαρὸν οὐκ ἄρξει θεοῖς Aesch. Prom. 942; vgl. Eur. I. A. 337; Paus. 1, 1, 2; auch ἔν τισιν, Il. 13, 690; Plat. Phaedr. 238 a. Allgem., die Oberhand behalten, wie κρατέω, σέο ἕξεται ὅ ττί κεν ἄρχῃ Il. 9, 102. – Pass., befehligt werden; dah. untergeben sein, = ὑπήκοον εἶναι, Xen. An. 7, 7, 29; bes. von Unterthanen, Cyr. 1, 6, 8; von den gemeinen Soldaten, An. 3, 2, 30; Her. vrbdt gew. ὑπό τινος, doch auch ὑπό τινι, 1, 91. 130; ἄρχεται ἐς τοῦτο τὸ ὄρος ὑπὸ τῶν Περσέων, impers. = die Perser herrschen, 3, 97.

French (Bailly abrégé)

impf. ἦρχον, f. ἄρξω, ao. ἦρξα, pf. ἦρχα;
Pass. f. ἀρχθήσομαι, ao. ἤρχθην, pf. ἦργμαι;
I. être le premier ; d'où
1 aller en tête, montrer le chemin, guider : ἄ. ὁδόν τινι OD, ἄ. ὁδοῖο OD, ἄ. τινὶ κατὰ κέλευθα OD montrer le chemin à qqn ; abs. guider, conduire;
2 commander, être le chef ; ἄ. τινός, rar. τινί : commander à qqn, régner sur (une cité, un peuple, etc.) ; avec un dat. : ἄρχε Μυρμιδόνεσσι μάχεσθαι IL il était le chef des Myrmidons pour le combat ; ἄρχειν ἔν τισι IL commander à (des guerriers, à un peuple, etc.) ; abs., en parl. de choses prévaloir, dominer : σέο δ' ἕξεται ὄττι κεν ἄρξῃ IL c'est toi qui devras décider quel avis doit prévaloir (sel. d'autres, c'est toi qui devras décider, quelle que soit la mesure dont un autre aura pris l'initiative) ; ἀρχὴν ἄρχειν exercer un commandement, une charge ; Pass. ἄρχεσθαι ὑπό τινος HDT, ὑπό τινι HDT, ἔκ τινος SOPH être soumis à qqn ; οἱ ἀρχόμενοι les sujets;
II. faire le premier ou pour la première fois, d'où
1 commencer, prendre l'initiative de, faire le premier, gén. : ἄ. μύθων OD, λόγου XÉN prendre le premier la parole ; ἄ. πολέμου THC engager une guerre, commencer les hostilités ; τῶν ἀδικημάτων HDT être le premier à commettre des violences ; rar. avec l'acc. ἄ. λυπηρόν τι SOPH être le premier à commettre qqe méfait ; avec un part. : ἦρχον χαλεπαίνων IL c'est moi qui me fâchai le premier ; ἢν ἄρξῃ ἀδικέων HDT s'il est le premier à nous attaquer injustement;
2 se mettre à, commencer : δαιτὸς θεοῖσιν ἄ. IL préparer un repas pour les dieux ; τοῖσι μύθων ἦρχε IL il commença à leur parler ; avec un suj. de chose : ἡμῖν οὐ σμικρῶν κακῶν ἦρξεν τὸ δῶρον SOPH ce présent a été pour nous l'origine de maux bien graves ; ἦρξε τῇ πόλει ἀνομίας τὸ νόσημα THC la maladie fut pour la cité le commencement du désordre ; avec un inf. : ἄ. ἀγορεύειν, νέεσθαι, ἴμεν IL commencer à parler, à revenir, à aller ; avec un part. : ἦρχε κιών IL il commença d'aller;
Moy. v. ἄρχομαι.
Étymologie: R. Ἀρχ diriger = lat. rego, avec métathèse ; cf. ἁρπάζω et rapio.

English (Autenrieth)

reg. in act. and mid., but without perf., and without pass.: I. act., lead off, begin (for others to follow), lead, command; τοῖς ἄρα μύθων ἦρχε, ‘was the first’ to speak; ἦρχ' ἀγορεύειν, ἦρχε δ ὁδοῖο, ‘lead the way,’ Od. 5.237; πάντες ἅμα, Ζεὺς δ' ἦρχε, ‘headed by Zeus,’ Il. 1.495; in the sense of ‘commanding,’ foll. by dat., ἦρχε δ' ἄρα σφιν | Ἕκτωρ, Il. 16.552, etc.; with part., ἐγὼ δ' ἦρχον χαλεπαίνων, ‘was the first to offend,’ ‘began the quarrel,’ Il. 2.378, Il. 3.447, different from the inf.— II. mid., begin something that one is himself to continue; ἤρχετο μύθων, began ‘his’ or ‘herspeaking; ἤρχετο μῆτιν ὑφαίνειν, etc.; ἔκ τινος ἄρχεσθαι, make a beginningwithsomething, or ‘atsome point, sometimes gen. without a prep., σέο δ' ἄρξομαι, Ι, Od. 21.142; of ritual observance (beginning a sacrifice), πάντων ἀρχόμενος μελέων, Od. 14.428 (cf. ἀπάρχομαι).

English (Slater)

ἄρχω (ἄρχει; ἄρχε; ἄρχειν: impf. ἆρχε: aor. ἄρξαι: med. ἄρχονται; ἀρχομένου, -μενοι, -μένοις, -μεναι: fut. ἄρξεται dub.: impf. ἄρχετο: aor. ἄρξατο.)
   1 act., rule
   a abs. ἇς Οἰνόμαος ἆρχε (O. 10.51)
   b c. dat. ἤθελον Χίρωνά κε ζώειν βάσσαισί τ' ἄρχειν Παλίου (P. 3.4)
   c c. gen. “βασιλεύς, ὅστις ἄρχει ναόςJason (P. 4.230) [Ἐλέλιχθον, ἄρχεις ὃς ἱππιᾶν ἐσόδων (coni. Bowra: ὀργαῖς πάσαις ὃς ἱππείαν ἔσοδον codd.) (P. 6.50) ]
   2 act. and med., begin
   a abs. ἀρχομένου δ' ἔργου πρόσωπον χρὴ θέμεν τηλαυγές (O. 6.3) “ἅμα πρώτοις ἄρξεται” (codd.: ῥάξεται coni. Wil.: loc. susp., cf. von der Mühll, M. H., 1964, 50f.) (O. 8.45) καὶ πόθεν ἀθαν[άτων ἔρις ἄ]ρξατο (supp. Bury) Πα. . . τί κάλλιον ἀρχομένοις ἢ καταπαυομένοισιν ἢ βαθύζωνόν τε Λατὼ ἀεῖσαι; (v.l. -ομένοισιν) fr. 89a. 1.
   b c. acc. ἄρχε δ' οὐρανοῦ πολυνεφέλα κρέοντι, θύγατερ, δόκιμον ὕμνον (N. 3.10)
   c c. gen. “φιλίων δ' ἐπέων ἄρχετο” (v.l. ἄρχεται.) (P. 4.30) ὅθεν περ καὶ Ὁμηρίδαι ῥαπτῶν ἐπέων τὰ πόλλ' ἀοιδοὶ ἄρχονται, Διὸς ἐκ προοιμίου (N. 2.3) βουβόται τόθι πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναθεν ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον (N. 4.53) αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν (sc. Μοῖσαι) (N. 5.25) [[[ὅτε]] Λαομέδοντι πεπρωμένοἰ ἤρχετο μόροιο κάρυξ (expectes ἄρχ-, Snell:? was a beginning for ) fr. 140a. 67 (41). v. ἔρχομαι]
   d c. dat., begin with τὸν μὲν ἐν ῥινῷ λέοντος στάντα κελήσατο νεκταρέαις σπονδαῖσιν ἄρξαι καρτεραίχμαν Ἀμφιτρυωνιάδαν (I. 6.37)
   e begin, start upon ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι πρώτα χάρις ἐς πλόον ἀρχομένοις πομπαῖον ἐλθεῖν οὖρον (v.l. ἐρχομένοις) (P. 1.34)
   f frag. ]ἀρχομ[ Πα. 7B. 8.

English (Strong)

a primary verb; to be first (in political rank or power): reign (rule) over.

English (Thayer)

(from Homer down); to be first.
1. to be the first to do (anything), to begin — a sense not found in the Greek Bible.
2. to be chief, leader, ruler: τίνος (Buttmann, 169 (147)), ἄρχων. Middle, present ἄρχομαι; future ἄρξομαι (once (twice), Tr marginal reading WH marginal reading; ἠρξάμην; to begin, make a beginning: ἀπό τίνος, Buttmann, 79 (69); cf. Matth. § 558); ἀρξάμενος ἀπό τίνος ἕως τίνος for, having begun from some person or thing (and continued or continuing) to some person or thing: ); Winer's Grammar, § 66, the passage cited; (Buttmann, 374 (320)); ἀρξάμενον is used impersonally and absolutely, a beginning being made, Herodotus 3,91; cf. Winer's Grammar, 624 (580); (Buttmann, 374 f (321))); carelessly, ἀρξάμενος ἀπό Μωϋσέως καί ἀπό πάντων προφητῶν διηρμήνευεν for, beginning from Moses be went through all the prophets, Winer's Grammar, § 67,2; (Buttmann, 374 (320f)). ὧν ἤρξατο ποιεῖν τέ καί διδάσκειν, ἄχρι ἧς ἡμέρας which he began and contnued both to do and to teach, until etc., Winer's Grammar, § 66,1c.; Buttmann, as above). ἄρχομαι is connected with an infinitive and that so often, especially in the historical books, that formerly most interpreters thought it constituted a periphrasis for the finite form of the verb standing in the infinitive, as ἤρξατο κηρύσσειν for ἐκήρυξε. But through the influence principally of Fritzsche (on Matthew, p. 539f), cf. Winer's Grammar, § 65 7d., it is now conceded that the theory of a periphrasis of this kind was a rash assumption, and that there is scarcely an example which cannot be reduced to one of the following classes:
a. the idea of beginning has more or less weight or importance, so that it is brought out by a separate word: John, which he did not do while they were present); beginning of want followed hard upon the squandering of his goods); ἐκτελέσαι); ἄρχειν denotes something as begun by someone, others following: Winer's Grammar, § 65,7d.).
c. ἄρχειν indicates that a thing was but just begun when it was interrupted by something else: ἄρχω occurs in a sentence which has grown out of the blending of two statements: ἀπό τότε ἐκήρυξε ... ἔδειξέ, and τότε ἤρξατο κηρύσσειν ... δεικνύειν). The infinitive is lacking when discoverable from the context: ἀρχόμενος, namely, to discharge the Messianic office, Winer's Grammar, 349 (328)); ἀρξάμενος namely, λέγειν, ἐνάρχω (ἐνάρχομαι), προενάρχομαι, ὑπάρχω, προϋπάρχω.

Greek Monolingual

(AM ἄρχω)
1. κυβερνώ, εξουσιάζω
2. παθ. (-ομαι) κυβερνώμαι, διοικούμαι, είμαι υπήκοος
νεοελλ.
φρ. «άρχεται η συνεδρίαση» — αρχίζει η συνεδρίαση
αρχ.
(μέσ., -ομαι)
1. βρίσκομαι στην αρχή
2. κάνω την αρχή, αρχίζω κάτι
3. (το αρσ. της μετοχής του ενεστ. ως ουσ.) βλ. άρχοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με τον τ. όρχαμος παραμένει αμφίβολη, ενώ κατ' άλλους πιθ. < mrghō «είμαι ο πρώτος». Επίσης, ο συσχετισμός του άρχω ως «κυβερνώ, είμαι πρώτος», με λατ. rigeō, rigidus, rigor, αρχ. σλαβ rogŭ, λιθ. rāgas, λεττιτ. rags, αρχ. πρωσσ. ragis, μσν. άνω γερμ. regen «ανέρχομαι, είμαι σταθερός» δεν είναι ικανοποιητικός. Το ρ. άρχω απαντά ευρύτατα σε όλη τη διάρκεια της ελληνικής γραμματείας από τον Όμηρο και εξής με αρχική πιθ. σημασία «βαδίζω πρώτος, κάνω τον πρώτο, παίρνω την πρωτοβουλία να..., αρχίζω», ενώ μεταγενέστερες θεωρούνται οι σημασίες «διοικώ» (γνωστή ήδη από τον Όμηρο) και «είμαι άρχοντας» (αττική διάλεκτος). Τέλος, από την έννοια «παίρνω την πρωτοβουλία» προέκυψε πιθ. αυτή του «είμαι αρχηγός», είτε από την άποψη ότι κάνω την πρώτη κίνηση (πρβλ. θρησκευτικές χρήσεις του ρ. καθώς και αυτές στη μουσική και στον χορό) είτε ότι βαδίζω πρώτος.
ΠΑΡ. αρχή, αρχός, άρχων (-οντας).
ΣΥΝΘ. εξάρχω, συνάρχω, υπάρχω
αρχ.
απάρχω, διάρχω, ενάρχω κατάρχω, προάρχω
αρχ.-μσν.
επάρχω.

Greek Monotonic

ἄρχω: Επικ. απαρ. ἀρχέμεναι· παρατ. ἦρχον, Δωρ. ἆρχον· μέλ. ἄρξω, αόρ. αʹ ἦρξα, παρακ. ἦρχα — Μέσ. μέλ. ἄρξομαι, Δωρ. ἀρξεῦμαι — Παθ. παρακ. ἦργμαι (μόνο σε Μέσ. σημασία)· αόρ. αʹ ἤρχθην, απαρ. ἀρχθῆναι, μέλ. ἀρχθήσομαι· επίσης, ἄρξομαι με Παθ. σημασία· είμαι πρώτος·
I. λέγεται για χρόνο, αρχίζω, ξεκινώ, κάνω αρχή σε, πολέμοιο μάχης κ.λπ., σε Όμηρ.· ομοίως, σε Ηρόδ., Αττ. — Μέσ., επίσης, με θρησκευτική σημασία, όπως ἀπάρχεσθαι, ἀρχόμενος μελέων, άρχισε τη θυσία από τα άκρα του σώματος, σε Ομήρ. Οδ.· ἄρχειν σπονδῶν, σε Θουκ.
2. με γεν., επίσης, αρχίζω από ή μαζί, ἐν σοὶ μὲν λήξω σέο δ' ἄρξομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, ἄρχεσθαι ἐκ τινος, σε Ομήρ. Οδ.· ἀρξάμενοι ἀπὸ παιδίων, ήδη από την παιδική ηλικία, σε Ηρόδ.
3. με γεν. πράγμ. και δοτ. προσ., ἄρχω θεοῖς δαιτός, κάνω προετοιμασία για συμπόσιο, σε Ομήρ. Ιλ.· τοῖσιδὲ μύθων ἦρχε, στο ίδ. κ.λπ.
4. με αιτ., ἄρχειν ὁδόν τινι, όπως Λατ. praeire viam alicui, δείχνω σε κάποιον το δρόμο, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., (ενν. ὁδόν), προηγούμαι, προπορεύομαι, σε Όμηρ.· έπειτα, γενικά, ἄρχειν τι, σε Αισχύλ., Σοφ.
5. με απαρ., αρχίζω να κάνω κάτι, σε Όμηρ. κ.λπ.· με μτχ. για εξακολουθητική ενέργεια ή κατάσταση, ἦρχον χαλεπαίνων, σε Ομήρ. Ιλ.· ἄρχω διδάσκων, σε Ξεν.
6. απόλ., ἄρχε, ξεκίνα!, άρχισε! σε Όμηρ.· ἄρχει ἡ ἐκεχειρία, σε Θουκ.· ἅμα ἦρι ἀρχομένῳ, θέρους ἀρχομένου, στον ίδ.
II. λέγεται για εξουσία, κυβερνώ, διοικώ, εξουσιάζω, μόνο σε Ενεργ.
1. με γεν., κυριεύω, είμαι άρχοντας σε..., τινός, σε Όμηρ., Αττ.
2. με δοτ., ηγεμονεύω, σε Όμηρ., Αισχύλ.
3. απόλ., κυριαρχώ, δεσπόζω, στον ίδ.· ιδίως, κατέχω υποδεέστερο αξίωμα, οἰκεῖον εἴη ἄρχειν μετὰ τὸ βασιλεύειν, σε Ηρόδ.· στην Αθήνα, είμαι άρχοντας, σε Δημ.· πρβλ. ἄρχων·
4. Παθ., διοικούμαι, εξουσιάζομαι, σε Ηρόδ., Αττ.· οἱ ἀρχόμενοι, οι υπήκοοι, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἄρχω: (aor. ἦρξα, pf. ἦρχα; pass.: fut. ἀρχθήσομαι, pf. ἦργμαι)
1 тж. med. начинать, приступать (τινος и ποιεῖν τι, реже τι, крайне редко - Pind. τινι): μύθων ἄρξαι τινί Hom. начать беседу с кем-л.; ἡ νόσος ἤρξατο γενέσθαι Thuc. появились первые признаки эпидемии; νομίζοντες τῇ Ἑλλάδι ἄ. τῆς ἐλευθερίας Xen. полагая, что для Эллады начинается эпоха свободы; ἀρξάμενος ἀπό и ἔκ τινος Her., Xen., Plat. начиная с чего-л.; ἀρξάμενος ἐξ ἕω Plat. (начиная) с рассвета; ὅπερ ἀρχόμενος ἔλεγον Plat. как я сказал вначале; ἅμα ἦρι ἀρχομένῳ Thuc. с наступлением весны; ἀρχὴν ἄρξασθαί τινος Plat. положить начало чему-л.; πάντοθεν ἄρχεσθαι μελέων Hom. срезывать со всех членов (жертвенного животного) лучшие части для божества;
2 идти впереди, вести Hom.: ἄ. ὁδόν, ὁδοῖο и κατὰ κέλευθά τινι Hom. показывать дорогу кому-л., вести кого-л.;
3 служить началом, быть причиной (κακῶν Soph.); ἄρξαι τῇ πόλει ἀνομίας Thuc. вызвать беспорядки в городе;
4 править, управлять, властвовать, предводительствовать, начальствовать, командовать (τινός Hom., Her., Xen., Plut., редко τινί Hom., Aesch. и ἔν τισι Hom., Plat.): ἄρχεσθαι ὑπό τινος или ὑπό τινι Her. и ἔκ τινος Soph. быть подвластным кому-л.; οἱ ἀρχόμενοι Xen. подданные; ἀρχὴν ἄ. Plat. занимать государственную должность (ср. 1);
5 быть архонтом: ὁ ἄρξας Dem. бывший архонт.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: be the first = 1. begin (Il.); = 2. reign (Il.).
Other forms: Aor. ἄρξαι
Dialectal forms: Uncertain Myc. ake- in PN /arkhe-/ or /age-/. Uncertain oka, s. Aura-J.
Compounds: ἀρχέκακος who initiated the evil (Il.); ἀρχιτέκτων (Hdt.) after τερπικέραυνος (?); ἀρχι- is never found in poetry.
Derivatives: ἀρχός m. leader (Il.). ἄρχων, -οντος m. commander, official, Archont. - ἄργματα n. pl. firstlings (ξ 446) = ἀπάργματα (Ar.), ἀπαρχαί; ἀρχή s.v.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. - Fur. 342 thinks it is a substr. word because of ὄρχαμος (q.v.), with variation α/ο.

Middle Liddell

[pf. pass. ἦργμαι only in mid. sense
in pass. sense:— to be first,
I. of time, to begin, make a beginning, both in Act. and Mid.:
1. c. gen. to make a beginning of, πολέμοιο, μάχης, etc., Hom.; so Hdt. and Attic:—Mid. also in a religious sense, like ἀπάρχεσθαι, ἀρχόμενος μελέων beginning the sacrifice with the limbs, Od.; ἄρχειν σπονδῶν Thuc.
2. c. gen. also to begin from or with, ἐν σοὶ μὲν λήξω σέο δ' ἄρξομαι Il.; so, ἄρχεσθαι ἔκ τινος Od.; ἀρξάμενοι ἀπὸ παιδίων even from boyhood, Hdt.
3. c. gen. rei et dat. pers., ἄρχ. θεοῖς δαιτός to make preparations for a banquet to the gods, Il.; τοῖσι δὲ μύθων ἦρχε Il., etc.
4. c. acc., ἄρχειν ὁδόν τινι, like Lat. praeire viam alicui, to show him the way, Od.; absol. (sub. ὁδόν), to lead the way, Hom.; then generally ἄρχειν τι Aesch., Soph.
5. c. inf. to begin to do a thing, Hom., etc.; c. part. of continued action or condition, ἦρχον χαλεπαίνων Il.; ἄρχ. διδάσκων Xen.
6. absol., ἄρχε begin! Hom.; ἄρχει ἡ ἐκεχειρία Thuc.; ἅμα ἦρι ἀρχομένωι, θέρους ἀρχομένου Thuc.
II. of Authority, to lead, rule, govern, only in Act.:
1. c. gen. to rule, be leader of . ., τινός Hom., Attic
2. c. dat. to rule over, Hom., Aesch.
3. absol. to rule, govern, Aesch.: esp. to hold a subordinate office, ὁκοῖον εἴη ἄρχειν μετὰ τὸ βασιλεύειν Hdt.:—at Athens, to be archon, Dem.; cf. ἄρχων.
4. Pass. to be ruled, governed, Hdt., Attic; οἱ ἀρχόμενοι subjects, Xen.

Frisk Etymology German

ἄρχω: {árkhō}
Forms: Aor. ἄρξαι
Grammar: v.
Meaning: der erste sein = 1. anfangen, beginnen (zum Gebrauch bei Homer s. Bradač PhilWoch. 50, 284f., Porzig Satzinhalte 46ff.; attisch gewöhnl. Medium); = 2. herrschen (seit Il.).
Derivative: Davon das Nomen agentis ἀρχός m. Führer, Anführer (ep. poet. seit Il.) mit dem denominativen ἀρχεύω der erste sein, gebieten (ep. seit Il.), auch als amtlicher Terminus (Paphos, Kos), vgl. Leumann Hom. Wörter 295; es könnte allerdings auch eine Erweiterung von ἄρχω nach βασιλεύω, ἀριστεύω sein. Gewöhnlicher ist das partizipiale ἄρχων, -οντος m. Befehlshaber, N. der höchsten Beamten, namentlich in Athen, Archont; Fem. ἀρχοντίς (Cat. Cod. Astr.) kürzere Form ἀρχίς (Tenos). Seltene und späte Ableitungen: ἀρχοντικός zum Archonten gehörig (AP, Pap. usw.), ἀρχοντεύω Archont sein (Olbia), ἀρχοντιάω zu herrschen wünschen (Sch., Lyd.). — ἄργματα n. pl. Erstlingsopfer (ξ 446) = ἀπάργματα (Ar. u. a.), ἀπαρχαί; daneben ἄρχματα H. mit analogisch bewahrtem -χ-. — Zu ἀρχή s. bes.
Etymology: Unerklärt. — Die bisherigen Deutungsversuche, alle wertlos, sind bei Bq und bei Schwyzer 685 A. 4 verzeichnet. — Vgl. ὄρχαμος.
Page 1,159

Chinese

原文音譯:¥rcomai 阿而何買
詞類次數:動詞(84)
原文字根:原始於
字義溯源:著手,開始,開口,治理,統治,就,才,倒,起,起來,起首,快要,動手;源自(ἄρχω)*=為首)。
同義字:1) (ἄρχω)著手,治理 2) (ἐνάρχομαι)在著手 3) (ἡγεμών)領導者,巡撫 4) (προενάρχομαι)已經著手
出現次數:總共(83);太(13);可(25);路(31);約(2);徒(10);林後(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 開始(21) 太4:17; 太11:7; 太16:22; 可5:20; 可6:7; 可6:55; 可8:11; 可14:69; 路5:21; 路7:15; 路14:18; 路14:30; 路21:28; 路22:23; 路23:5; 約13:5; 徒2:4; 徒11:4; 徒11:15; 徒18:26; 徒27:35;
2) 就(11) 太12:1; 太24:49; 可2:23; 可8:32; 可10:32; 可10:41; 可10:47; 可13:5; 可14:71; 可15:8; 約8:9;
3) 就開始(7) 可14:65; 路7:38; 路7:49; 路11:53; 路19:37; 路19:45; 徒24:2;
4) 起(6) 太20:8; 路24:27; 路24:47; 徒1:22; 徒8:35; 徒10:37;
5) 他⋯開始(4) 可4:1; 可8:31; 可14:33; 路4:21;
6) 他開始(4) 可6:2; 路7:24; 路11:29; 路12:1;
7) 他就(4) 太11:20; 太26:74; 可12:1; 路20:9;
8) 起來(2) 路15:14; 路15:24;
9) 你就(2) 路13:25; 路14:9;
10) 才(2) 太16:21; 太18:24;
11) 開口(2) 太26:22; 可6:34;
12) 就要(1) 路14:29;
13) 他們將要(1) 路23:30;
14) 他們⋯開始(1) 路23:2;
15) 就⋯起來(1) 太26:37;
16) 你們就要(1) 路13:26;
17) 起首(1) 彼前4:17;
18) 我們開始(1) 林後3:1;
19) 開頭(1) 徒1:1;
20) 起意(1) 路3:8;
21) 他們就(1) 可5:17;
22) 倒(1) 可1:45;
23) 將要(1) 太14:30;
24) 就開口(1) 可10:28;
25) (開始)(1) 可11:15;
26) 快要(1) 路9:12;
27) 開始時(1) 路3:23;
28) 他們就開始(1) 可15:18;
29) 動手(1) 路12:45
原文音譯:¥rcw 阿而何
詞類次數:動詞(2)
原文字根:原始於 相當於: (רָדָה‎)
字義溯源:作第一*,為首,最先,為君王,治理。註:聖經文庫將 (ἄρχω)與 (ἄρχω)合併為一個編號
同源字:1) (ἀπαρχή)初熟果子 2) (ἀρχαῖος)原始的 3) (ἀρχηγός)創始者 4) (ἀρχιερατικός)大祭司的 5) (ἀρχιερεύς)大祭司 6) (ἀρχιποίμην)牧長 7) (ἀρχισυνάγωγος)管會堂的 8) (ἀρχιτέκτων)工頭 9) (ἀρχιτελώνης)稅吏長 10) (ἀρχιτρίκλινος)管筵席的 11) (ἄρχω)開始 12) (ἄρχω)作第一,為首 13) (ἄρχων)首領 14) (ἐθνάρχης)地區統治者 15) (ἑκατοντάρχης / ἑκατόνταρχος)百夫長 16) (ἐκβάλλω)逐出 17) (ἐνάρχομαι)在著手 18) (ἐπαρχεία / ἐπάρχειος)行政特區 19) (πατριάρχης)先祖 20) (πειθαρχέω)順從 21) (πολιτάρχης)地方官 22) (προενάρχομαι)已經著手 23) (τετραρχέω)作分封的王 24) (τετράρχης)分封的王 25) (ὕπαρξις)所有權 26) (ὑπάρχω)開始屬於 27) (χιλίαρχος)千夫長
出現次數:總共(2);可(1);羅(1)
譯字彙編
1) 要治理(1) 羅15:12;
2) 為君王的(1) 可10:42

Mantoulidis Etymological

(=ἀρχίζω, κυβερνῶ). Ἀπό ρίζα αρχ-.
Παράγωγα: ἀρχή, ἀπαρχή, ἀρχῆθεν, ἀρχήν (=ἀπό τήν ἀρχή), ἀρχαῖος, ἀρχεῖον, ἀρχεῖα (=τά δημόσια ἔγγραφα), ἀρχέτας (=ἀρχηγός), ἀρχεύω (=εἶμαι ἀρχηγός), ἀρχικός, ἀρχός (=ἀρχηγός), ἵππαρχος, ταξίαρχος, γυμνασιάρχης, ὕπαρχος, ἔπαρχος, ναύαρχος, ἄρχων, ἀρχοντικός, ἀρκτός, ὑπαρκτός, ἀρκτέον, ἄναρκτος (=αὐτός πού δέν ὑποτάσσεται), ἄναρχος, ὄρχαμος (=ἀρχηγός), κωμάρχης, ἀρχιτέκτων, ἀρχῳδός (=χοροστάτης), ἀρχηγός, ἀρχηγέτης, ἀρχηγικός, μονάρχης, ὀλιγαρχία, πατριάρχης, πειθαρχῶ, τριήραρχος.

Léxico de magia

gobernar de la Osa Mayor ἄρκτε, θεὰ μεγίστη, ἄρχουσα οὐρανοῦ Osa, diosa mayor, que gobiernas el cielo P IV 1301 P VII 687 P LXXII 18 de Dios, en pap. crist. δόξα σοι, ὁ θεὸς, ... <ὁ> Αἰώνων ἄρχων gloria a ti, Dios, que gobiernas sobre los Eones C 23 14

Lexicon Thucydideum

incipere, to begin, 5.118.12, [in multis codd. in many manuscripts ἀρχὴν] 5.19.1, 5.24.2,
initium facere, auctorem esse, to make a beginning, be originator, 1.49.4, 1.52.2, 1.53.2,
item Ib. likewise there 4 et and 1.78.4, 1.81.5, 1.144.2, 2.12.3, 2.53.1, 4.20.2, 4.73.2, 4.73.4, 4.92.5, 6.56.2, 6.66.1, 7.5.2, 7.6.1,
cum imperio esse, magistratum gerere, to be in office, hold a magistracy, 1.20.2, 1.93.3,
Archon fuit, he was Archon. 1.129.1, 5.34.2, 5.36.1, 6.38.5, 6.39.1, 6.54.6,
Archontes fuerunt, they were Archons. 6.55.1, 8.64.2, 8.67.3, 8.74.1, 8.86.3, 8.86.6, 8.92.11, Ibid. in the same place
imperare, regere, praeesse, to rule, govern, be in charge, 1.138.5, 4.126.2, 5.52.1, 6.14.1, 6.38.2, 7.31.4, 8.67.3, 8.90.5,
arbitrum esse, to act as judge, 8.90.4,
Transl. translate 4.64.1,
ducem esse, to be a leader, 1.47.1, 1.48.3. 1.51.4. 2.33.1, 2.80.4, 3.76.1, 3.100.2, 3.105.3. 3.115.2. 4.8.9. 4.27.5, 4.38.1, 4.67.1. 4.110.2. 5.116.3. 6.8.4, 6.12.2. 6.12.26.16.1. 6.29.1. 6.42.1,
imperatu., at command. 6.72.5, 6.96.3. 6.105.2, 7.7.1. 7.14.2,
imperatu, by order, 7.19.3. 7.19.4. 7.34.2, 7.14.3. 7.70.1, 8.13.1. 8.15.1. 8.16.3. 8.22.1. 8.23.1. 8.35.1. 8.80.3. 8.91.2.
imperium, command, rule s. supply principatum habere, to have first rank, 1.4.1, 1.9.2. 1.76.1, 1.76.3, 1.77.6. 1.81.2, 1.99.2, 1.124.3. 2.11.8, 2.62.2, 2.63.1, 2.63.3, 2.64.3, 2.64.5, 2.96.1, 2.96.3, 2.99.1, 3.37.1, 3.40.4. 3.104.2, 4.61.5. 4.61.55.18.7, 5.18.75.29.1, 5.47.1. 5.47.2. 5.5.1. 5.84.1. 5.89.1. 5.91.1, 5.91.15.91.2, 5.92.1. 5.97.1, 5.105.2, 6.6.1. 6.11.1. 6.11.2. 6.18.2. 6.18.3. 6.18.36.4.1, 6.83.1. 6.83.2. 6.85.3, 6.87.2, 6.90.3, 8.37.2, 8.37.5, 8.43.3, 8.52.1, 8.68.4. 8.76.4. 8.91.3,
PASS. sub imperio esse, to be under command, 2.8.5, 2.41.3, 3.36.2, 3.37.2, 3.46.5, 3.84.1, 3.103.1, 5.66.3, 5.95.1, 6.18.3,
MED. incipere, to begin, 1.1.1, 1.5.1, 1.23.4, 1.25.4, 1.69.4, 1.103.4, 1.107.1, 1.144.2, 1.146.1, 2.1.1, 2.2.1, 2.8.1, 2.36.1, 2.47.2, 2.47.3, 2.48.1, 2.49.7. 2.54.5. 2.68.2, 2.76.3, 2.93.1,
similiter similarly 2.95.1. 3.11.3, 3.17.1, 3.18.3, 3.18.5, 3.86.2, 3.92.6, 4.64.1, 4.69.2, 4.85.1, 4.89.1, 4.90.3, 4.132.1,
similiter similarly 5.15.2. 5.20.2, 5.26.4, 5.32.2, 5.52.1. 5.60.6. 5.76.1. 6.16.1, 6.46.2,
agressi sunt., they attacked. 6.94.1, 6.99.3,
similiter similarly 6.101.2. 6.103.1. 7.4.1, 7.19.1. 7.20.1. 8.5.1, 8.22.1. 8.61.1, 8.72.2, 8.104.2. 8.105.2.

Translations

begin

Afrikaans: begin; Albanian: nis, filloj; Arabic: بَدَأَ‎, اِبْتَدَأَ‎, شَرَعَ‎; Hijazi Arabic: بدأ‎, بدا‎; Armenian: սկսել; Aromanian: ahurhescu, ãnchisescu, apãrnjescu, ntsep; Asturian: entamar, empezar, comenzar, aniciar; Azerbaijani: başlamaq; Bashkir: башлау, баштау; Basque: hasi; Belarusian: пачынаць, пачаць; пачынацца, пачацца; Bengali: শুরু করা, আরম্ভ করা; Breton: kregiñ; Bulgarian: започвам, почвам, почна; Burmese: စ; Catalan: començar, iniciar; Cebuano: sugod; Cherokee: ᎠᎴᏅᏗ; Chinese Mandarin: 開始, 开始; Czech: začínat, začít; Dalmatian: nizuor; Danish: begynde; Dutch: beginnen, aanvangen; Esperanto: komenci, eki; Estonian: hakkama, alustama; Faroese: byrja; Finnish: alkaa, aloittaa; French: commencer, démarrer, se mettre; Friulian: començâ; Galician: comezar, comenzar, empezar, iniciar; Georgian: დაიწყება, იწყება; German: anfangen, beginnen, starten, anheben; Gothic: 𐌳𐌿𐌲𐌹𐌽𐌽𐌰𐌽, 𐌳𐌿𐍃𐍄𐍉𐌳𐌾𐌰𐌽; Greek: αρχίζω; Ancient Greek: ἄρχομαι; Hebrew: הִתְחִיל‎; Hiligaynon: sugod; Hindi: शुरू करना, शुरू होना; Hungarian: kezd, elkezd, megkezd; Icelandic: byrja, hefjast; Ido: komencar; Indonesian: mulai; Interlingua: comenciar, iniciar; Irish: tosaigh; Italian: cominciare, iniziare; Japanese: 始める, 開始する, 始まる; Kazakh: бастау; Khmer: ចាប់ផ្ដើម, ផ្ដើម, ចាប់; Korean: 시작하다; Kurdish Northern Kyrgyz: баштоо; Lao: ເລີ່ມ, ຕັ້ງຕົ້ນ; Latin: incipio, ordior, initio, committo, ineo; Latvian: sākt; Lithuanian: pradėti; Lushootseed: ʔil; Luxembourgish: ufänken; Macedonian: започне, почне; Malay: mula; Malayalam: തുടങ്ങുക, ആരംഭിക്കുക; Maltese: beda; Maori: hāpai, hoto, whakataki, huataki, hīmata, tīmata; Mongolian: эхлэх; Neapolitan: cumenzà; Norman:'menchier,'menchi; North Frisian Hallig: öönfange; Norwegian Bokmål: begynne, børje, innlede; Nynorsk: begynna, byrja, innleia; Occitan: començar, entamenar; Ojibwe: maajii-; Old English: onġinnan, beginnan; Old French: comencier; Old Saxon: biginnan, andginnan; Oromo: eegaluu, jalqabuu; Persian: آغاز کردن‎, شروع کردن‎; Polish: zaczynać, zacząć, zaczynać się, zacząć się; Portuguese: começar, iniciar; Quechua: qallay, qallariy; Romanian: începe; Romansch: entschaiver, entscheiver, antschever, cumenzar, scumanzar, cumanzer, iniziar, inizier; Russian: начинать, начать, начинаться, начаться; Santali: ᱮᱦᱳᱵ; Serbo-Croatian Cyrillic: по̀че̄ти; Roman: pòčēti; Sicilian: accuminzari, cuminzari, accuminciari, cuminciari; Sinhalese: ආරම්භ කරනවා; Slovak: začať, začínať; Slovene: začeti; Spanish: comenzar, iniciar, empezar, principiar; Swahili: kuanza; Swedish: börja, begynna, inleda, påbörja; Tagalog: magumpisa, mag-umpisa, umpisahan, magsimula, simulan; Tajik: шуру кардан, шуруъ кардан; Tatar: башларга; Thai: เริ่ม, เริ่มต้น; Turkish: başlamak; Turkmen: başlamak; Ukrainian: починати, почати; починатися, початися; Urdu: شروع کرنا‎; Uyghur: باشلىماق‎; Uzbek: boshlamoq, boshlanmoq; Venetian: scuminsiar, scuminçiar, scomençiar, scomensar, scomençar, scominsiar; Vietnamese: bắt đầu; Volapük: beginön, primön; Welsh: dechrau; Yiddish: אָנהייבן‎, באַגינען‎

rule

Arabic: حَكَمَ‎; Egyptian Arabic: حكم‎; Aromanian: vãsilipsescu, amirãripsescu, dumnescu; Azerbaijani: idarə etmək; Belarusian: правіць, кіраваць, панаваць, уладарыць; Bengali: শাসন করা; Bulgarian: управлявам, властвувам; Catalan: manar, governar, regnar; Chinese Mandarin: 治, 統治, 统治, 治理; Min Dong: 治; Czech: vládnout; Dutch: regeren; Esperanto: regi; Faroese: stýra; Finnish: säännellä, hallita, johtaa, päättää, hallita, vallita; French: gouverner, régler; Galician: mandar, gobernar; German: regieren, beherrschen; Gothic: 𐍆𐍂𐌰𐌿𐌾𐌹𐌽𐍉𐌽, 𐍅𐌰𐌻𐌳𐌰𐌽; Greek: κυβερνώ, διοικώ, διευθύνω; Ancient Greek: ἄρχω, κρατέω, ἡγέομαι; Hebrew: מָשַׁל‎, שָׁלַט‎; Hindi: शासन करना; Hungarian: ural, uralkodik, irányít, vezet, igazgat, szabályoz; Icelandic: stjórna, drottna, ráða, ríkja; Italian: governare; Japanese: 治める, 支配する, 統治する; Korean: 통치하다; Latin: rego, impero; Latvian: valdīt; Macedonian: управува; Malayalam: ഭരിയ്ക്കുക; Neapolitan: cumannà; Norwegian Bokmål: styre, regjere; Nynorsk: styre, regjere; Old English: wealdan; Polish: rządzić, panować; Portuguese: reinar, governar; Romanian: domni; Russian: править, властвовать, руководить, господствовать, управлять; Sanskrit: राष्टि; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀прављати, владати, регулирати or; Roman: ùpravljati, vládati, regulírati or; Shan: ဢုပ်ႉပိူင်ႇ; Slovak: vládnuť; Slovene: vlādati; Spanish: mandar, gobernar; Swahili: sharti; Swedish: styra, regera, härska; Telugu: పాలించు; Ugaritic: 𐎎𐎍𐎋; Ukrainian: правити, керувати, урядувати, управляти, панувати, владарювати; Volapük: reigön, guverön; Yiddish: קעניגן‎, הערשן‎, געוועלטיקן‎; Zazaki: hakem, hakim, soretger