ἄτρυτος
Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
English (LSJ)
ἄτρυτον,
A not worn, untiring, unwearied, πούς A.Eu.403; indefatigable, tireless, φεῦ τῶν ἀ. οἷα κωτιλίζουσι Call.Iamb.1.277, cf. Plu.Pomp. 26; ironical in Herod.8.4. Adv. ἀτρύτως = tirelessly, κάματον ἐκδέχεσθαι Ph.1. 19; ὑπομένειν τι J.AJ11.5.8, cf. Jul.Or.7.226c, Orph.Fr.71.
2 of things, unabating: hence, limitless, πόνος Pi.P.4.178, Hdt.9.52; χρόνος B.8.80; χάος Id.5.27; κακά S.Aj.788; ἄλγεα Mosch.4.69; Ἰξίονος μοῖρα ἀΐδιος καὶ ἄ. Arist.Cael.284a35; τὸ ἄτρυτον = indefatigability, tirelessness Id.EN1177b22; ἀνάγκαι Ph.2.434; Πόνος Chaerem. ap. Porph.Abst.4.8; of a road, wearisome, never-ending, Theoc.15.7; ὁδοιπορίαι Plu.Caes.17: Sup., Ph.1.418.
3 = ἀτρύγετος, αἰθήρ Corn.ND20.
Spanish (DGE)
(ἄτρῠτος) -ον
I 1incansable, infatigable πούς A.Eu.403, φεῦ τῶν ἀτρύτων de pájaros que parlotean, Call.Fr.194.81, ὀφθαλμός Plu.2.670f, de pers. αὑτῷ τε χρώμενος ἀτρύτῳ Plu.Pomp.26, φύσις Plot.3.7.5, σῶμα Eun.VS 500, ὑπόστασις Porph.Sent.40, Αἶαξ Orph.A.185, Μοῖραι IG 12(7).447.10 (Amorgos I a.C.)
•subst. τὸ ἄτρυτον = infatigabilidad propiedad de la ἐνέργεια τοῦ νοῦ Arist.EN 1177b22.
2 infinito, inacabable πόνος Pi.P.4.178, Hdt.9.52, ἐν ἀτρύτῳ χάει B.5.27, χρόνος B.9.80, κακά S.Ai.788, cf. Mosch.4.69, Ἰξίονος Μοῖρα Arist.Cael.284a35
•de un camino fatigoso, que nunca se acaba ὁδός Theoc.15.7, ὁδοιπορία Plu.Caes.17.
II adv. ἀτρύτως = infatigablemente ὑπομένειν I.AI 11.176, ἐκδεχόμενοι Ph.1.19, συνέχειν Iul.Or.7.226c, cf. Orph.Fr.71.
German (Pape)
[Seite 389] 1) nicht aufzureiben, unermüdlich, πούς Aesch. Eum. 381; Plut. Pomp. 26 u. a. Sp.; bes. von Übeln, die nicht ablassen, πόνος, unablässig, Pind. P. 4, 178, wie Her. 9, 52; κακά Soph. Ai. 775; ἄλγεα Mosch. 4, 59; ὁδός, ein langer, kaum zu bewältigender Weg, Theocr. 15, 7, wie ὁδοιπορία Plut. Caes. 17; δύναμις, unzerstörbar, Arist.; τόνος ἄῤῥηκτος καὶἄτρυτος Plut. Cat. min. 5. – 2) nicht beschäftigt, müssig, τὸ σχολαστικὸν καὶ ἄτρυτον Arist. Eth. 10, 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 infatigable;
2 incessant, sans terme, interminable;
3 continu.
Étymologie: ἀ, τρύω.
English (Slater)
ἄτρυτος unabating ἐπ' ἄτρυτον πόνον (P. 4.178)
Greek Monolingual
ἄτρυτος, -ον (Α)
1. ο ακαταπόνητος, ο ακατάβλητος
2. (για τιμωρίες και βάσανα) αδιάκοπος, αδιάπτωτος
3. (για οδό) επίπονος, κουραστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -τρυτος < τρύω «κατατρίβω, βασανίζω, καταπονώ»].
Greek Monotonic
ἄτρῡτος: -ον (τρύω)·
1. αυτός που δεν φθείρεται, ακαταπόνητος, ακατάβλητος, σε Αισχύλ., ανθεκτικός, σε Πλούτ.
2. λέγεται για πράγματα, ακούραστος, σε Σοφ., Μόσχ.· λέγεται για δρόμο, επίπονος, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄτρῡτος:
1 неутомимый, неслабеющий (πούς Aesch.; δύναμις Arst.; τόνος Plut.);
2 нескончаемый, беспрестанный, утомительный (πόνος Pind., Her.; κακά Theocr.; φροντίδες τε καὶ συμφοραί Plut.);
3 избегающий утомления (σχολαστικὸς καὶ ἄ. Arst.).
Middle Liddell
τρύω
1. not worn away, untiring, unwearied, Aesch.: indefatigable, Plut.
2. of things, unabating, Soph., Mosch.; of a road, wearisome, Theocr.
Translations
indefatigable
Arabic: لَا يَتْعَبُ; Armenian: անխոնջ, չհոգնող; Belarusian: нястомны; Bulgarian: неуморен; Chinese Mandarin: 不倦; Czech: neúnavný; Danish: utrættelig; Dutch: onvermoeibaar, onvermoeid; Finnish: uupumaton, väsymätön; French: infatigable; German: unermüdlich; Greek: ακούραστος; Ancient Greek: ἀκάματος, ἄτρυτος; Hebrew: לא מתעיף; Hungarian: fáradhatatlan, kitartó; Irish: dochloíte, dosháraithe, dothraochta, dothuirsithe; Italian: infaticabile; Macedonian: неуморен, безуморен; Maori: pikoni; Norwegian: utrøttelig; Portuguese: infatigável; Russian: неутомимый, неустанный, упорный; Scottish Gaelic: do-shàrachaidh; Spanish: incansable, infatigable; Swedish: outtröttlig; Tocharian B: ekwalatte; Ukrainian: невтомний, неослабний
tireless
Armenian: անդուլ; Azerbaijani: yorulmaz; Bulgarian: неуморен; Catalan: incansable; Chinese Mandarin: 不倦, 不知疲倦的; Dutch: onvermoeibaar; Esperanto: nelacigebla; Finnish: väsymätön, uupumaton; French: inlassable; Galician: incansable, incansábel; German: unermüdlich; Greek: ακούραστος; Ancient Greek: ἀκοπίατος, ἀκοπίαστος, ἄοκνος, ἀκάματος, ἄτρυτος, ἄκοπος; Italian: instancabile; Japanese: 疲れを知らない; Macedonian: неуморен, безуморен; Polish: niestrudzony, niezmordowany; Portuguese: incansável; Russian: неутомимый, неустанный, безустанный; Sanskrit: अरमति; Spanish: incansable, infatigable; Tocharian B: ekwalatte; Ukrainian: невтомний