ἐγκράτευμα
From LSJ
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
English (LSJ)
ἐγκρατεύματος, τό, instance of self-control, Iamb.VP17.72 (pl.).
Spanish (DGE)
ἐγκρατεύματος, τό
prueba de resistencia, prueba de fortaleza χαλεπώτερον τῶν ἄλλων ἐγκρατευμάτων τοῦτο guardar silencio durante cinco años, Iambl.VP 72, cf. 195.
German (Pape)
[Seite 710] τό, Probe von Entaltsamkeit, Iambl. v. Pyth. 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκράτευμα: τό, τὸ ἐγκρατεύεσθαι εἴς τι, χαλεπώτερον τῶν ἄλλων ἐγκρατευμάτων τοῦτο τὸ γλώσσης κρατεῖν Ἰαμβλ. Βίος Πυθ. 17 (72), σ. 59-152.
Greek Monolingual
ἐγκράτευμα, το (AM)
η άσκηση εγκράτειας.