ἐκτρυγάω
From LSJ
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
English (LSJ)
gather in the vintage, PGurob 8.10 (iii B.C.), LXX Le. 25.5.
Spanish (DGE)
vendimiar τὴν σταφυλὴν τοῦ ἁγιάσματος LXX Le.25.5, ἐξετρύγησ[αν] ἀμ[π] έλους ῑ se llevaron las uvas de diez vides, PGurob 8.10 (III a.C.), (τὸν καρπόν) Chrys.Serm.Gen.5.4, en v. pas. Mac.Magn.Apocr.4.16 (p.186.29)
•p. ext. cosechar melones ἐπελθὼν ἐφ' ὃ ἔχω συκήρατον ἐξετρύγ[η] σεν βια[ί] ως ὅσον ἐβούλετο PLouvre 1.8 (I d.C.).
German (Pape)
[Seite 783] ganz abernten, vom Wein, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτρῠγάω: τρυγῶ, «ξετρυγῶ», Ἑβδ. (Λευϊτ. ΚΕ΄, 5), Ἰω. Χρυσ. τ. 5. σ. 15, 19: ἐκτρυγίζω, μνημονεύεται ἐκ τῶν Γεωπ.