ἐμμέλεια

From LSJ

τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμμέλεια Medium diacritics: ἐμμέλεια Low diacritics: εμμέλεια Capitals: ΕΜΜΕΛΕΙΑ
Transliteration A: emméleia Transliteration B: emmeleia Transliteration C: emmeleia Beta Code: e)mme/leia

English (LSJ)

ἡ, (ἐμμελής)
A harmony in music or the fit modulation of spoken words, D.H.Dem.50: generally, harmony, gracefulness, ἀνασῴζειν τὴν ἐμμέλεια Plu.2.747b; ἐ. ἀγριοφανῆ καὶ αὐστηράν, of Pan, Corn. ND27; οὐ παρέργως, ἀλλὰ μετά τινος ἐ. Jul.Or.7.217a.
II a tragic dance, opp. πυρρίχη, Pl.Lg.816b; opp. σίκιννις and κόρδαξ, Ath.1.20e, 14.631d, Luc.Salt.26; the tune of this dance, Hdt.6.129.
II Com., ἐμμέλεια κονδύλου knuckle-dance, Ar.V.1503.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Grafía: graf. ἐνμ- PHarris 207.11, PBeatty Panop.1.188 (ambos III d.C.)
1 preocupación, cuidado περί τε δεῖπνα καὶ γυμνάσια ... (τῶν παίδων) ἐμμελείαις καὶ διακοσμήσεσιν sobre preocupaciones y disposiciones respecto a los banquetes y ejercicios gimnásticos (de los muchachos) Plu.Comp.Lyc.Num.4, μετὰ πάσης ἀκριβείας τε καὶ ἐμμελείας Euagr.Schol.HE 2.4 (p.50).
2 diligencia, solicitud σὺν ἐμμελείᾳ τῇ πάσῃ καὶ ἐπιστρεφείᾳ Eus.VC 4.8, cf. Basil.M.32.68A, Hippol.Haer.5.13.12, Gr.Naz.M.37.1066A, Chrys.M.52.634, Lyd.Mag.3.2
como trat. honoríf. ἡ ἐ. ἡ σή su Diligencia de la diaconisa Olimpia, Chrys.Ep.8.1a, en pap. para dirigirse a distintos cargos administrativos locales ἡ σὴ ἐ. PHarris l.c. (III d.C.), PMich.793.6, a un σύνδικος POxy.4366.6, a un beneficiarius τῆς σῆς μισοπονήρου ἐνμελείας CPR 5.12.5 (todos IV d.C.), tb. ref. a un estratego σου ἡ ἐ. POxy.4089.8 (IV d.C.), a los procuradores de la Alta y Baja Tebaida ἡ σὴ ἐ. PBeatty Panop.l.c., ἡ ἐ. αὐτοῦ PBeatty Panop.1.355 (III d.C.), al procurador de la Heptanomía ἡ ἐ. τοῦ κυρίου μου POxy.2114.4 (IV d.C.)
en plu. dirigido a un λογιστής y a un ἔκδικος: ἡ ὑμῶν ἐ. vuestras Diligencias, POxy.3195.32, a dos oficiales de policía POxy.3393.22 (ambos IV d.C.).
• Etimología: Cf. μέλω.
-ας, ἡ
I concr.
1 danza trágica, danza del coro de la tragedia A.Fr.424a, op. πυρρίχηdanza guerrera’ y tb. como n. común a ambas, Pl.Lg.816b, op. κόρδαξdanza de la comedia’ y σίκιννιςdanza del drama satírico’, Aristox.Fr.104, Ariston.Fr.Hist.1, Poll.4.99, Anon.Trag.11, Ath.631d, Luc.Salt.26, cóm. ἀπολῶ ... αὐτὸν ἐμμελείᾳ κονδύλου me lo cargaré con una danza de puños Ar.V.1503.
2 acompañamiento musical, música de la danza trágica ἐκέλευσέ οἱ τὸν αὐλητὴν αὐλῆσαι ἐμμέλειαν Hdt.6.129.
3 n. de una parte de la tragedia correspondiente al coro op. πάροδος, στάσιμον, κομματικά y ἔξοδος Poll.4.53, cf. Anon.Trag.1.
II como abstr.
1 musicalidad, melodía, armonía de una composición musical o danza, Thphr.Fr.89.12, Plu.2.456b, 747b, Hld.3.3.1, φωνῆς Ph.1.71, Ath.623d, ἐ. ἀγριοφανὴς καὶ αὐστηρά la de Pan, Corn.ND 27.
2 ret., lit. cadencia armoniosa, armonía de las palabras de una composición, D.H.Dem.50.3, cf. Comp.25.34 (cód.), οὐ παρέργως ἀλλὰ μετά τινος ἐμμελείας ἡ ... ἐγκαταμέμικται γραφή la narración está incluida no como algo accesorio, sino con cierta armonía Iul.Or.7.217a, τῆσδε τῆς ποιήσεως Eust.1498.39.
3 armonía, mesura, discreción ἐ. καὶ ῥυθμός de los bien educados, Plu.Dio 1, ἐν τάξει καὶ μετ' ἐμμέλειας con orden y concierto Plu.2.550f, cf. Phlp.Aet.265.28, ἡ περὶ γάμον καὶ οἶκον ἐ. Plu.2.138c, ἑκάστου κατ' ἐμμέλειαν ἣν εἴληχε τάξιν οἰκονομοῦντος ref. a la repartición entre los dioses de los cuatro elementos, Heraclit.All.25, cf. Gr.Naz.M.36.503C, ἡ μνήμη τῆς σῆς πραότητος καὶ ἐμμελείας Basil.Ep.34.
• Etimología: Cf. μέλος.

German (Pape)

[Seite 808] ἡ, 1) das Zusammentreffen im Gesange, Plut. oft; angemessene Modulation der Stimme im Sprechen, D. Hal. de admir. vi Dem. 50 u. öfter, wie Plut. – Übh. Übereinstimmung, Angemessenheit, Comp. Lyc. et Num. 4 u. öfter, bes. in der Sprache, Concinnität. – 2) der Chortanz in der Tragödie, VLL.; übh. ein ernster, anständiger Tanz, Her. 6, 129; Plat. Legg. VII, 816 b; Ath. I, 21 e XIV, 631 c; vgl. auch Luc. salt. 22. Bei Ar. Vesp. 1503 komisch ἀπολῶ γὰρ αὐτὸν ἐμμελείᾳ κονδύλου.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 justesse du son ou de la voix dans un chant ; fig. juste proportion, harmonie, grâce;
2 sorte de danse grave et mesurée ou danse tragique ; air de cette danse.
Étymologie: ἐμμελής.

Russian (Dvoretsky)

ἐμμέλεια:
1 тж. pl. слаженность, стройность, гармония (ἐ. καὶ ῥυθμὸς μετὰ τοῦ πρέποντος Plut.): ἐμμελείᾳ ирон. Arph. ритмическими ударами;
2 эммелия (величавый танец, преимущ. трагический) Plat., Luc.;
3 музыка к эммелии (αὐλῆσαι ἐμμέλειαν Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐμμέλεια: ἡ, (ἐμμελὴς) πλήρης ἁρμονία ἐν τῇ μουσικῇ ἢ ἡ ἁρμόζουσα τροποποίησις τῆς φωνῆς κατὰ τὴν ὁμιλίαν, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 50: - καθόλου, ἁρμονία, χάρις, Λατ. concinnitas, Πλούτ. 2. 747Β· ἁρμοδιότης, καταλληλότης, ὁ αὐτ. Ἀρτοξ. 14. ΙΙ. μεγαλοπρεπής, τραγικὴ ὄρχησις, κατ’ ἀντίθεσιν πρός τε τὴν πολεμικὴν ὄρχησιν, τὴν πυρρίχην, Πλάτ. Νόμ. 816Β, καὶ πρὸς τὴν σατυρικήν, τὴν σίκιννιν καὶ τὴν ἀκόλαστον κωμικὴν ὄρχησιν, τὸν κόρδακα, Ἀθήν. 20Ε, 631C. Λουκ. π. Ὀρχ. 26· τὸ μέλος ταύτης τῆς ὀρχήσεως, Ἡρόδ. 6. 129, ἔνθα Schweigh., πρβλ. Δινδόρφ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 897· - ὁ Ἀριστοφ. ἐν Σφηξὶ 1503 σκωπτικῶς ὁμιλεῖ περὶ ἐμμελείας κονδύλου, ὡς εἰ ἔλεγεν ἐμμέλεια ᾠδῆς.

Greek Monolingual

η (AM ἐμμέλεια)
μουσικότητα, μελωδικότητα, αρμονία
αρχ.-μσν.
η όρχηση του τραγικού χορού
αρχ.
1. συμμετρία, χάρη, ευρυθμία
2. αρμονική διαμόρφωση («τὴν περί γάμον καί οἶκον ἐμμέλειαν ἡρμονισμένην παρέχειν», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ἐμμέλεια: ἡ (ἐμμελής), αρμονία μουσική ή ομιλίας· μεγαλοπρεπής τραγική όρχηση, σε Πλάτ.· το μέλος, η μελωδία αυτής της όρχησης, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἐμμέλεια, ἡ, ἐμμελής
harmony: a stately Tragic dance, Plat.: the tune of this dance, Hdt.

Mantoulidis Etymological

(=ἁρμονία, εἶδος χοροῦ μεγαλοπρεποῦς). Ἀπό τό ἐμμελής (=ἁρμονικός) (ἐν + μέλος).