ἐμποδοστάτης

From LSJ

Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm

Menander, Monostichoi, 201
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμποδοστᾰτης Medium diacritics: ἐμποδοστάτης Low diacritics: εμποδοστάτης Capitals: ΕΜΠΟΔΟΣΤΑΤΗΣ
Transliteration A: empodostátēs Transliteration B: empodostatēs Transliteration C: empodostatis Beta Code: e)mpodosta/ths

English (LSJ)

ἐμποδοστάτου, ὁ, (στῆναι) in the way, ib.1 Ch.2.7, Suid.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ que obstaculiza, que es un estorbo o perturbación Αχαρ ὁ ἐ. Ισραηλ Acar, que fue un obstáculo para Israel LXX 1Pa.2.7, cf. Sud.

German (Pape)

[Seite 815] ὁ, im Wege stehend, hindernd, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμποδοστάτης: -ου, ὁ, (στῆναι) ὁ μεταξὺ τῶν ποδῶν ἄλλου ἱστάμενος, ὁ ἐμποδίζων, Ἑβδ. (Α Παραλειπ. Β΄, 7), Σουΐδ., Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ἐμποδοστάτης, ο (Α)
1. αυτός που βρίσκεται ή παρεμβάλλεται μέσα στα πόδια άλλου, που αποτελεί εμπόδιο
2. θορυβοποιός, ταραξίας.