ἐντροπία

From LSJ

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντροπία Medium diacritics: ἐντροπία Low diacritics: εντροπία Capitals: ΕΝΤΡΟΠΙΑ
Transliteration A: entropía Transliteration B: entropia Transliteration C: entropia Beta Code: e)ntropi/a

English (LSJ)

Ion. ἐντροπίη, ἡ,
A = ἐντροπή, Hp.Decent.2.
II δόλιαι ἐντροπίαι subtle twists, tricks, dodges, h.Merc.245.

German (Pape)

[Seite 858] ἡ, = ἐντροπή, Hippocr.; – δόλιαι ἐντροπίαι H. h. Merc. 245, listige Wendungen, Ränke u. Schliche.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 confusion, pudeur;
2 αἱ ἐντροπίαι, ruses, détours.
Étymologie: ἐντρέπω.

Russian (Dvoretsky)

ἐντροπία:увертка, уловка (δόλιαι ἐντροπίαι HH).

Greek (Liddell-Scott)

ἐντροπία: ἡ, = τῷ προηγ., Ἱππ. 22. 34. ΙΙ. ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 245, δόλιοι ἐντροπίαι, εἶνε δόλια «στρηφογυρίσματα», ῥᾳδιουργίαι, τεχνάσματα.

Greek Monolingual

η (Α ἐντροπία, ιων. ἐντροπίη)
δολοπλοκία, τέχνασμα
νεοελλ.
φυσ. θερμοδυναμικό μέγεθος κατάστασης τών φυσικών συστημάτων, του οποίου η τιμή αυξάνεται έπειτα από μια αναντίστρεπτη μεταβολή ενός κλειστού συστήματος ή παραμένει σταθερή έπειτα από μια αντιστρεπτή μεταβολή του. Η εντροπία είναι το μέτρο της αταξίας τών μορίων ενός σώματος. Κάθε μεταβολή που οδηγεί σε μεγαλύτερη αταξία μορίων συνοδεύεται από αύξηση της εντροπίας
αρχ.
1. εντροπή
2. φρ. «δόλιαι ἐντροπίαι» — ραδιουργίες, δολοπλοκίες, τεχνάσματα.

Greek Monotonic

ἐντροπία: ἡ, τέχνασμα, ραδιουργία, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

ἐντροπία, ἡ, [from ἐντροπή n
a trick, dodge, Hhymn.