ἐνώμοτος
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
English (LSJ)
ἐνώμοτον, (ὄμνυμι)
A bound by oath, ὅρκων οἷσιν ἦν ἐνώμοτος S.Aj.1113; μάρτυρες Luc.Deor.Conc.15. Adv. ἐνωμότως = on oath, Plu.Caes.47.
2 confirmed by oaths, συνθῆκαι PLond.1.113.1 (vi A. D.). Adv. ἐνωμότως POxy.904.3 (v A. D.).
II Subst., conspirator, Plu.Sert.26.
Spanish (DGE)
-ον
1 de pers. ligado, comprometido por un juramento ὅρκων οἷσιν ἦν ἐνώμοτος S.Ai.1113 (cód.), ἥκειν μάρτυρας ... ἐνωμότους Luc.Deor.Con.15, en mala parte
•plu. conjurados πλείονας ἐνωμότους ἔχων πρὸς τὴν ἐπίθεσιν Plu.Sert.26
•de acuerdos, contratos, etc. sellado por un juramento, hecho bajo juramento ἐνωμότους ὑποσχήσεις ... λαμβάνειν CEph.(431) 24.81, συνθήκας ... ἐνωμότους φυλάττειν Aristaenet.2.9.7, cf. PMich.Gagos 88 (VI d.C.), ἐνώμοτον ποιεῖσθαι τὴν ἄρνησιν Cyr.Al.Luc.1.348.2, ὁμολογία IHadrianopolis 10.14 (VI d.C.).
2 adv. ἐνωμότως = bajo juramento ἐ. ἄδικα δρῶν Ph.2.272, ἐ. τι εἰπεῖν Poll.1.39, ἑ. ... φυλάττειν Dion.Alex.Fr.3.6 (p.146), ἐ. βιάζεται αὐτοὺς ὀμόσαι Epiph.Const.Haer.76.54.35, λόγον ἐ. μοι δεδωκέναι POxy.904.3 (V d.C.).
German (Pape)
[Seite 861] vereidigt, durch einen Eid verpflichtet, VLL. ἔνοχος τοῖς ὅρκοις; ὅρκων, οἷσιν ἧν ἐνώμοτος Soph. Ai. 1092, v.l. ἐπώμοτος; θεῶν, der bei den Göttern geschworen hat, Eur. Med. 737; – ein Verschworener, Plut. gertor. 26. – Adv. ἐνωμότως, eidlich, ἔφη Plut. Caes. 47.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 lié par un serment;
2 ὁ ἐνώμοτος conjuré, conspirateur.
Étymologie: ἐν, ὄμνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἐνώμοτος: ὄμνυμι связанный или обязавшийся клятвой: ὅρκοις, οἷσιν ἦν ἐ. Soph. клятвы, которые он дал; θεῶν ἐ. (- v.l. ἀνώμοτος) Eur. поклявшийся богами.
II ὁ заговорщик Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνώμοτος: -ον, (ὄμνυμι) δεδεμένος δι᾿ ὅρκου, ὡρκισμένος, ὅρκων οἷσιν ἦν ἐνώμοτος (ἴδε ἐπώμοτος) Σοφ. Αἴ. 1113. ‒ Ἐπίρρ. -τως = ἐνόρκως, Πλουτ. Καῖσ. 47. ΙΙ. συνωμότης, ὁ αὐτ. ἐν Σερτωρίῳ 26.
Greek Monolingual
ἐνώμοτος, -ον (AM)
1. ο δεμένος με όρκο, ορκισμένος («τοὺς δὲ ἥκειν μάρτυρας ἐπαγομένους ἑνωμότους», Λουκιαν.)
2. επικυρωμένος, βεβαιωμένος με όρκο («ἐνώμοτος συνθήκη»)
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐνώμοτος
ο συνωμότης.
επίρρ...
ἐνωμότως
ενόρκως, με όρκο.
Greek Monotonic
ἐνώμοτος: -ον (ὄμνυμι),
I. δεμένος με όρκο, σε Σοφ.· επίρρ. -τως, ενόρκως, σε Πλούτ.
II. συνωμότης, δολοπλόκος, σκευωρός, στον ίδ.
Middle Liddell
ἐν-ώμοτος, ον adj ὄμνυμι
I. bound by oath, Soph.:—adv. -τως, on oath, Plut.
II. a conspirator, Plut.