ἐνώμοτος

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνώμοτος Medium diacritics: ἐνώμοτος Low diacritics: ενώμοτος Capitals: ΕΝΩΜΟΤΟΣ
Transliteration A: enṓmotos Transliteration B: enōmotos Transliteration C: enomotos Beta Code: e)nw/motos

English (LSJ)

ἐνώμοτον, (ὄμνυμι)
A bound by oath, ὅρκων οἷσιν ἦν ἐνώμοτος S.Aj.1113; μάρτυρες Luc.Deor.Conc.15. Adv. ἐνωμότως = on oath, Plu.Caes.47.
2 confirmed by oaths, συνθῆκαι PLond.1.113.1 (vi A. D.). Adv. ἐνωμότως POxy.904.3 (v A. D.).
II Subst., conspirator, Plu.Sert.26.

Spanish (DGE)

-ον
1 de pers. ligado, comprometido por un juramento ὅρκων οἷσιν ἦν ἐνώμοτος S.Ai.1113 (cód.), ἥκειν μάρτυρας ... ἐνωμότους Luc.Deor.Con.15, en mala parte
plu. conjurados πλείονας ἐνωμότους ἔχων πρὸς τὴν ἐπίθεσιν Plu.Sert.26
de acuerdos, contratos, etc. sellado por un juramento, hecho bajo juramento ἐνωμότους ὑποσχήσεις ... λαμβάνειν CEph.(431) 24.81, συνθήκας ... ἐνωμότους φυλάττειν Aristaenet.2.9.7, cf. PMich.Gagos 88 (VI d.C.), ἐνώμοτον ποιεῖσθαι τὴν ἄρνησιν Cyr.Al.Luc.1.348.2, ὁμολογία IHadrianopolis 10.14 (VI d.C.).
2 adv. ἐνωμότως = bajo juramento ἐ. ἄδικα δρῶν Ph.2.272, ἐ. τι εἰπεῖν Poll.1.39, ἑ. ... φυλάττειν Dion.Alex.Fr.3.6 (p.146), ἐ. βιάζεται αὐτοὺς ὀμόσαι Epiph.Const.Haer.76.54.35, λόγον ἐ. μοι δεδωκέναι POxy.904.3 (V d.C.).

German (Pape)

[Seite 861] vereidigt, durch einen Eid verpflichtet, VLL. ἔνοχος τοῖς ὅρκοις; ὅρκων, οἷσιν ἧν ἐνώμοτος Soph. Ai. 1092, v.l. ἐπώμοτος; θεῶν, der bei den Göttern geschworen hat, Eur. Med. 737; – ein Verschworener, Plut. gertor. 26. – Adv. ἐνωμότως, eidlich, ἔφη Plut. Caes. 47.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 lié par un serment;
2ἐνώμοτος conjuré, conspirateur.
Étymologie: ἐν, ὄμνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἐνώμοτος: ὄμνυμι связанный или обязавшийся клятвой: ὅρκοις, οἷσιν ἦν ἐ. Soph. клятвы, которые он дал; θεῶν ἐ. (- v.l. ἀνώμοτος) Eur. поклявшийся богами.
IIзаговорщик Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνώμοτος: -ον, (ὄμνυμι) δεδεμένος δι᾿ ὅρκου, ὡρκισμένος, ὅρκων οἷσιν ἦν ἐνώμοτος (ἴδε ἐπώμοτος) Σοφ. Αἴ. 1113. ‒ Ἐπίρρ. -τως = ἐνόρκως, Πλουτ. Καῖσ. 47. ΙΙ. συνωμότης, ὁ αὐτ. ἐν Σερτωρίῳ 26.

Greek Monolingual

ἐνώμοτος, -ον (AM)
1. ο δεμένος με όρκο, ορκισμένος («τοὺς δὲ ἥκειν μάρτυρας ἐπαγομένους ἑνωμότους», Λουκιαν.)
2. επικυρωμένος, βεβαιωμένος με όρκο («ἐνώμοτος συνθήκη»)
3. το αρσ. ως ουσ.ἐνώμοτος
ο συνωμότης.
επίρρ...
ἐνωμότως
ενόρκως, με όρκο.

Greek Monotonic

ἐνώμοτος: -ον (ὄμνυμι),
I. δεμένος με όρκο, σε Σοφ.· επίρρ. -τως, ενόρκως, σε Πλούτ.
II. συνωμότης, δολοπλόκος, σκευωρός, στον ίδ.

Middle Liddell

ἐν-ώμοτος, ον adj ὄμνυμι
I. bound by oath, Soph.:—adv. -τως, on oath, Plut.
II. a conspirator, Plut.