ἐξαλίπτης
From LSJ
Θηρῶν ἁπάντων ἀγριωτέρα γυνή → Inter feras fera nulla ferior muliere → Als alle wilden Tiere wilder ist die Frau
English (LSJ)
f.l. for ἐξαλείπτης (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξᾰλίπτης: πλημμελὴς γραφὴ ἀντὶ ἐξαλείπτης, ἴδε τὴν λέξιν.