ἐξαμβλέομαι
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
English (LSJ)
Pass., miscarry, Hp.Mul.1.25 (s. v.l.); cf. ἐξαμβλέβει· διαφθείρει, ἐγκυμονεῖ, Hsch.
Spanish (DGE)
provocar el aborto αἱ μῆτραι ἔχουσι φύσιας ᾗσιν ἐξαμβλέεται Hp.Mul.1.25.