Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐξαπόλλυμι

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαπόλλῡμι Medium diacritics: ἐξαπόλλυμι Low diacritics: εξαπόλλυμι Capitals: ΕΞΑΠΟΛΛΥΜΙ
Transliteration A: exapóllymi Transliteration B: exapollymi Transliteration C: eksapollymi Beta Code: e)capo/llumi

English (LSJ)

(ἐξαπολλύω prob. cj. in A.Ch.837 (lyr.)),
A destroy utterly, A. l.c., S.El.588, E.Heracl.950, Thphr. HP 8.7.2, etc.
II Pass., with pf. 2 ἐξαπόλωλα: aor. 2 ἐξαπωλόμην:—perish utterly out of, c. gen., Ἰλίον ἐξαπολοίατ' Il.6.60; ἐξαπόλωλε δόμων κειμήλια 18.290; ἠέλιος δὲ οὐρανοῦ ἐξαπόλωλε Od.20.357; σπέρμα πάσης ἐξαπόλλυται χθονός A.Ag.528: abs., perish utterly, Hdt.4.173, S.Fr.236.

Spanish (DGE)

(ἐξαπόλλῡμι)
• Morfología: [aor. ind. 3a sg. ἐξαπόλεσσεν Man.2.466, inf. ἐξαπολέσσαι Orac.Sib.3.394; en v. med.-pas. aor. opt. 3a plu. ἐξαπολοίατο Il.6.60]
A c. ἐκ separat., intr. en v. med. y perf. act., c. suj. de cosa o abstr. desaparecer de c. gen. ἐξαπόλωλε δόμων κειμήλια Il.18.290, ἠέλιος δὲ οὐρανοῦ ἐξαπόλωλε Od.20.357, εἰ τῶν χρωμάτων τὸ μέλαν ἐξαπόλοιτο Plu.2.1067a.
B c. ἐκ perfectivo
I tr. en v. act.
1 c. ac. de pers. o anim. matar, aniquilar πατέρα S.El.588, ὕδρας λέοντάς τ' ἐξαπολλύναι E.Heracl.950, τοῖς πόνοις ἐξαπολέσαι τοὺς Ἰσραηλίτας I.AI 2.204, cf. Orac.Sib.l.c., en v. pas. ἐξαπολλυμένων ἀσεβῶν LXX Sap.10.6.
2 c. ac. de cosa destruir por completo, arruinar πάντ' οἶκον ἐξαπώλεσεν E.Tr.1215, τήν γε πόαν ἐξαπόλλυσι (ὁ ἐρέβινθος) Thphr.HP 8.7.2, cf. CP 4.14.5, κλῆρον ... δόμων ... ἐξαπόλεσσεν Man.l.c.
II intr. en v. med. y perf. act.
1 c. suj. ref. seres vivos morir, perecer πάντες Ἰλίου ἐξαπολοίατ' ojalá perezcan todos los de Ilión, Il.l.c., οὗτοι ἐξαπολώλασι τρόπῳ τοιῷδε Hdt.4.173, πίτυς ... ἐκκοπεῖσα ... πανώλεθρος ἐξαπόλλυται Hdt.6.37, σπέρμα πάσης ἐξαπόλλυται χθονός A.A.528, καὐτὸς ἐξαπώλετο S.Fr.236, γῆ ... ἐξαργηθεῖσα δι' ἀμέλειαν ἐξαπόλλυται Plu.2.2e, en imprecaciones funerar. ὃς ἂν τοῦτο τὸ ἔργον συλήσῃ, σεσυλημένος ἐξαπόλοιτο IHeracl.Pont.12 (imper.), cf. INikaia 1251.4 (III d.C.?).
2 c. suj. de cosa o abstr. aniquilarse, destruirse o desaparecer por completo ἐὸν ἐξαπολέσθαι ἀνήνυστον καὶ ἄπυστον que el ser desaparezca por completo es imposible y desconocido Emp.B 12.2, πῇ δέ κε κἠξαπόλοιτο, ἐπεὶ τῶνδ' οὐδὲν ἔρημον; ¿y cómo podrían desaparecer, si no hay nada vacío fuera de ellos? ref. a los elementos, Emp.B 17.33, τὰ δ' ἐξαπόλωλε τῶν ἀναθημάτων otras ofrendas han desaparecido Hdt.1.92, ἐξαπώλετο ἡ τελετή Hdt.2.171, ἡ φρόνησις ἐξαπόλλυται Hp.Flat.14, ἡ ἀδὴν ... ἐξαπόλλυται Hp.Gland.1, Χαρίτων ἐξαπόλωλεν ἔαρ AP 7.599 (Iul.Aegypt.).
3 econ. consumirse, gastarse, perderse ὅπως ἂν μὴ τοῦτο (χρυσίον) ἐξαπόλοιτο Iust.Nou.160 proem. (p.738), εἰ μὴ μέλλοι δίδοσθαι κατ' ἔτος, ἀλλὰ πρὸς ἅπαξ καταβληθὲν εἶτα τελείως ἐξαπόλοιτο Cod.Iust.1.3.55.1.

German (Pape)

[Seite 871] (s. ὄλλυμι), gänzlich vernichten, vertilgen; τὸν αἴτιον δ' ἐξαπολλὺς μόρου Aesch. Ch. 824; πατέρα τὸν ἀμὸν ἐξαπώλεσας Soph. El. 578, tödten; Eur. Tr. 1215 u. öfter. – Med., mit dem perf. II. ἐξαπόλωλα, daraus untergehen, verschwinden, Ἰλίου, aus Ilios, Il. 6, 60; κειμήλια δόμων 18, 290; ἠέλιος οὐρανοῦ Od. 20, 357; – gänzlich verschwinden, zu Grunde gehen, σπέρμαπάσης ἐξαπόλλυται χθονός Aesch. Ag. 514; Her. 4, 173 u. Plut.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐξαπώλεσα, pf. ἐξαπόλωλα;
I. détruire complètement, anéantir, immoler;
II. intr. (au pf. et au Moy.);
1 disparaître de, gén.;
2 être détruit de fond en comble, être anéanti.
Étymologie: ἐξ, ἀπόλλυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαπόλλῡμι: (aor. ἐξαπώλεσα; pf. 2 med. ἐξαπόλωλα)
1 совершенно уничтожать, истреблять до конца (ὕδρας λέοντάς τε Eur.);
2 губить, убивать (τινά Aesch., Soph.);
3 med. пропадать, исчезать (ἠέλιος οὐρανοῦ ἐξαπόλωλε Hom.);
4 med. окончательно гибнуть (σπέρμα πάσης ἐξαπόλλυται χθονός Aesch.; δι᾽ ἀμέλειαν Plut.): ἐξαπολομένων τούτων Her. после их гибели.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαπόλλῡμι: μέλλ. -ολέσω καὶ Ἀττ. -ολῶ, καταστρέφω παντελῶς, Αἰσχύλ. Χο. 837, Σοφ. Ἠλ. 588, Εὐρ. Ἡρακλ. 950, κτλ. ΙΙ. παθ. μετὰ πρκμ. β΄ ἐξαπόλωλα, καὶ ἀόρ. β΄ ἐξαπωλόμην: - καταστρέφομαι ἐντελῶς, χάνομαι ἔκ τινος τόπου, μετὰ γεν., ἀλλ’ ἅμα πάντες Ἰλίου ἐξαπολοίατ’, «ἀλλ’ ὁμοῦ πάντες ἐκ τῆς Ἰλίου ἀπόλοιντο» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ζ. 60· ἐξαπόλωλε δόμων κειμήλια Σ. 290· ἠέλιος δὲ οὐρανοῦ ἐξαπόλωλε Ὀδ. Υ. 327· σπέρμα πάσης ἐξαπόλλυται χθονὸς Αἰσχύλ. Ἀγ. 528: - ἀπολ., χάνομαι ἐξ ὁλοκλήρου, οὗτοι (οἱ Ψύλλοι) ἐξαπολώλασι τρόπῳ τοιῷδε Ἡρόδ. 4. 173, Σοφ. Ἀποσπ. 226.

Greek Monolingual

ἐξαπόλλυμι (Α)
1. εξαφανίζω, εξολοθρεύω, καταστρέφωπατέρα τὸν ἀμὸν πρόσθεν ἐξαπώλεσας», Σοφ.)
2. απόλ. αφανίζομαι, καταστρέφομαι («ἐξαπολώλασι τρόπῳ τοιῷδε», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + απόλλυμι «εξολοθρεύω»].

Greek Monotonic

ἐξαπόλλῡμι: μέλ. -ολέσω, Αττ. -ολῶ,
I. καταστρέφω ολοκληρωτικά, αφανίζω, σε Τραγ. κ.λπ.
II. Μέσ., με παρακ. βʹ ἐξαπόλωλα, αόρ. βʹ ἐξαπωλόμην· χάνομαι, εξαφανίζομαι από κάποιο τόπο, με γεν., σε Όμηρ., Αισχύλ.· απόλ., χάνομαι εξολοκλήρου, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

fut. -ολέσω Attic -ολῶ
I. to destroy utterly, Trag., etc.
II. Mid., with perf. 2 ἐξαπόλωλα, aor2 ἐξαπωλόμην;— to perish utterly out of a place, c. gen., Hom., Aesch.:—absol. to perish utterly, Hdt.