ἐξασφαλίζω
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
English (LSJ)
make secure, Cic.Att.6.4.3, Archig. ap. Aët.6.50, Gal. 14.298: more freq. in Med., τὰ καθ' αὑτόν Phld.Rh.2.141 S.; τὸν τόπον Str.17.1.54; τὰ κύκλου σάνισιν Ath.Mitt.32.259 (Pergam.); secure the allegiance of persons, ὅρκοις τινάς J.BJ2.8.7.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξασφαλίζω: καθιστῶ τι ἀσφαλές, τοῦτο δὴ περισκεψάμενος τὰ λοιπὰ ἐξασφαλίσαι Κικ. πρὸς Ἀττ. 6. 4, 3· οὕτω καὶ ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ πλείοσι παρασκευαῖς ἐξασφαλισάμενος τὸν τόπον Στράβων 821, Σχόλ. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Ν. 358.
Greek Monolingual
(AM ἐξασφαλίζω) ασφαλίζω
1. καθιστώ ασφαλή, κατοχυρώνω
(«ἐξασφαλισάμενος τὰ καθ' αὐτόν», Φιλόδ.)
2. επιδιώκω ή κατορθώνω να προφυλάξω κάτι που μού ανήκει («εξασφαλίστηκα με υποθήκη»)
3. (σε παρωχημ. χρόνο) έχω τακτοποιήσει οικονομικά το μέλλον μου («είμαι εξασφαλισμένος», «έχω εξασφαλιστεί»)
μσν.- νεοελλ.
προφυλάσσω από βλάβη
μσν.
εμποδίζω («ἐξασφαλιζόμενος αὐτὸν τοῦ μὴ δῆσαι χεῖρας εἰς ἕτερον βαρβάτην», Κων. Πορφυρογ.).