ἐπίχυλος

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source

German (Pape)

[Seite 1005] Her. 4, 58, Conj. für ἐπίχολος, saftreich oder nahrhaft.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίχῡλος: сочный (ποίη Her. - v. l. к ἐπίχολος).