ἐπαχθής
Full diacritics: ἐπαχθής | Medium diacritics: ἐπαχθής | Low diacritics: επαχθής | Capitals: ΕΠΑΧΘΗΣ |
Transliteration A: epachthḗs | Transliteration B: epachthēs | Transliteration C: epachthis | Beta Code: e)paxqh/s |
Contents
English (LSJ)
ές, (ἄχθος) A heavy, ponderous, ῥήματα Ar.Ra.940. II metaph., burdensome, grievous, ἅπαντ' ἐπαχθῆ (so Stanley for ἐπράχθη) A.Pr.49; εἰ μὴ ἐπαχθές ἐστιν εἰπεῖν Pl.Phd.87a; ἐπαινεῖν ἐπαχθέστερόν [ἐστι] Id.Lg.688d; ἵνα μηδὲν ἐπαχθὲς λέγω not to say anything offensive, D.18.10; ἐπαχθεῖς αἱ ὑπερβολαί Arist.EN1127b8: Sup. -έστατος, θάνατος Phalar. Ep.1; κακά Ph.2.402; τὸ ἐ. τῶν λόγων invidiousness, offence, Pl. Euthd.303e; τὸ ἐ. [τῆς σοφιστικῆς τέχνης] Id.Prt.316d. Adv. -θῶς, ἐνέγκαι, = Lat. aegre ferre, D.H.Th.41. 2 of persons, ἐ. ἦν ἐς τοὺς πολλούς Th.6.54, cf. Pl.Men.90a; κινδυνεύει τὸ λίαν εὐτυχεῖν . . ἐπαχθεῖς ποιεῖν D.21.205. Adv. Comp. -έστερον, τισὶ βιῶναι Pl.Ep. 327b.
German (Pape)
[Seite 907] ές, lästig, drückend, beschwerlich, unangenehm; εἴς τινα, Thuc. 6, 54; τινί, Plut. u. A.; neben ὀγκώδης, dem κόσμιος καὶ εὐσταλὴς ἀνήρ entgeggstzt, arrogant, Plat. Men. 90 a; εἰ μὴ ἐπαχθές ἐστιν εἰπεῖν Phaed. 87 a; vgl. Charm. 158 d; öfter von übertriebenem u. deshalb unangenehmem Lobe, πολὺς ἦν τοῖς ἐπαίνοις καὶ ἐπ. Aesch. 2, 41; – τὸ ἐπαχθές, das Gehässige, z. B. λόγων Plat. Euthyd. 303 d; ῥήματα ἐπαχθῆ Ar. Ran. 940; νόμος οὐκ ἔστιν ἐπ. Arist. Eth. 10, 10. – Adv., ἐπαχθῶς φέρειν, moleste terre, D. Hal. iud. Thuc. 41.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαχθής: -ές, (ἄχθος) ὁ προξενῶν βάρος, βαρύς, ῥήματα Ἀριστοφ. Βάτρ. 940. ΙΙ. μεταφ., φορτικὸς, δυσάρεστος, ὀχληρός, ἅπαντ’ ἐπαχθῆ (οὕτως ὁ Stanl. ἀντὶ ἐπράχθη) Αἰσχύλ. Πρ. 49· εἰ μὴ ἐπαχθές ἐστιν εἰπεῖν Πλάτ. Φαίδων 87A· ἐπαινεῖν ἐπαχθέστερόν ἐστι ὁ αὐτὸς ἐν Νόμοις 688D· ἵνα μηδὲν ἐπαχθὲς λέγω, ἵνα μὴ εἴπω τι δυσάρεστον, Δημ. 228. 21: - τό ἐπαχθὲς, τὸ δυσάρεστον, Πλάτ. Εὐθύδ. Ε· τὸ ἐπ. αὐτοῦ ὁ αὐτὸς ἐν Πρωταγ. 316D. - Ἐπίρρ. ἐπαχθῶς φέρειν, Λατ. aegre ferre, Διον. Ἁλ. περὶ Θουκ. 41. Συγκρ. -έστερον, Πλάτ. Ἐπιστ. 327B. 2) ἐπὶ προσ., ἐπαχθὴς ἦν ἐς τοὺς πολλοὺς Θουκ. 6. 54, πρβλ. Πλάτ. Μένωνα 90D· κινδυνεύει τὸ λίαν εὐτυχεῖν... ἐπαχθῶς ποιεῖν Δημ. 580. 13, πρβλ. 17.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui est à charge, importun, insupportable : ἐπαχθὴς ἔς τινα qui se rend à charge à qqn (par son arrogance).
Étymologie: ἐπί, ἄχθος.
Greek Monolingual
-ές ἐπαχθής (AM)
βαρύς, καταθλιπτικός, δυσβάσταχτος («επαχθείς φόροι»)
αρχ.
1. φορτικός, οχληρός, δυσάρεστος («ἵνα μηδὲν ἐπαχθὲς λέγω», Δημοσθ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπαχθής
γιορτή της Δήμητρας στη Βοιωτία
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπαχθές
ενόχληση, οχληρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άχθος «φορτίο, βάρος»].
Greek Monotonic
ἐπαχθής: -ές (ἄχθος),
I. βαρύς, επίπονος, σε Αριστοφ.
II. 1. μεταφ., φορτικός, ενοχλητικός, θλιβερός, οδυνηρός, σε Αισχύλ., Πλάτ.
2. λέγεται για πρόσωπα, σε Θουκ., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαχθής:
1) тяжелый, тяжеловесный (ἔπαχθῆ ῥήματα Arph.);
2) тягостный, неприятный (νόμος Arst.; ἔς τινα Thuc. и τινι Plut.): εἰ μὴ ἐπαχθές ἐστιν εἰπεῖν Plat. если эти слова не покажутся дерзкими, т. е. смею сказать; τὸ ἐπαχθές Plat. невыносимость, непривлекательность.
Middle Liddell
ἐπ-αχθής, ές ἄχθος
I. heavy, ponderous, Ar.
II. metaph. burdensome, annoying, grievous, Aesch., Plat.
2. of persons, Thuc., Dem.
English (Woodhouse)
ἐπαχθής = distressing, grievous, offensive