ἐπηρέαστος
From LSJ
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
Greek (Liddell-Scott)
ἐπηρέαστος: -ον, ὁ, ὁ ὑποκείμενος εἰς βλάβην, εὔβλαπτος, Κοσμᾶς ἐν Τοπογρ. Χριστ. σ. 281Α.