ἐπηρέαστος

From LSJ

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467

Greek (Liddell-Scott)

ἐπηρέαστος: -ον, ὁ, ὁ ὑποκείμενος εἰς βλάβην, εὔβλαπτος, Κοσμᾶς ἐν Τοπογρ. Χριστ. σ. 281Α.