ἐπηρεαστικός

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπηρεαστικός Medium diacritics: ἐπηρεαστικός Low diacritics: επηρεαστικός Capitals: ΕΠΗΡΕΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epēreastikós Transliteration B: epēreastikos Transliteration C: epireastikos Beta Code: e)phreastiko/s

English (LSJ)

ἐπηρεαστική, ἐπηρεαστικόν, insolent, Com.Adesp.202, Alex. Aphr.in Metaph.308.13. Adv. ἐπηρεαστικῶς Gal.Anim.Pass.1.12,al.

German (Pape)

[Seite 921] zum Beeinträchtigen, Mißhandeln u. dgl. geneigt, Stob. ecl. phys. 1, 194.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπηρεαστικός: -ή, -όν, ὑβριστικός, Κωμ. Ἀνών. 357.- Ἐπίρρ. -κῶς, Γαλην. 1. 353, Βασίλ. ΙΙΙ. 616Β.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐπηρεαστικός, -ή, -όν) επηρεαστής
μσν.- νεοελλ.
ο κατάλληλος, ικανός να επηρεάζει
μσν.
(στον πληθ. ως ουσ.) οι ἐπηρεαστικοί
οι σχετικοί με την επιβολή φορολογίας
αρχ.
1. υβριστικός, ταπεινωτικός
2. δόλιος, προμελετημένος.