ἐπινωτιδεύς
From LSJ
Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
English (LSJ)
-έως, ὁ, = νωτιδανός, Epaen. ap. Ath.7.294d.
German (Pape)
[Seite 966] ὁ, eine Haifischart, sonst νωτιδανός, Ath. VII, 294 d.
Greek Monolingual
ἐπινωτιδεύς, ὁ (Α)
είδος γαλέου.