ἐφαπλόω
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
spread or unfold over, ἄωτον Orph.A.1336: c. gen., λέων.. γυῖα γῆς ἐφαπλώσας Babr.95.2; στῆθος ἐφαπλώσας.. ὄχθης Nonn. D.15.9: c. dat., δίκτυα νεπόδεσσιν ἐ. ib.20.385; ἐρετμοῖς χεῖρας Orph. A.457: metaph., ἐ. τὸ ἀγαθὸν διὰ τοῦ κόσμου Hierocl.in CA21p.467M.:—Pass., τοὺς ἐμπροσθίους πόδας ἐφηπλῶσθαι ταῖς χερσί to have the skin of the front feet spread over the hands, Longus 1.20; σκότος ἐφήπλωται v.l. in Plu.2.167a.
German (Pape)
[Seite 1112] darüber entfalten u. ausbreiten; χρύσειον ἄωτον Orph. Arg. 1344; Eumath. amor. I p. 8; Plut. u. a. Sp., γυῖα Bahr. 95, 2.
French (Bailly abrégé)
ἐφαπλῶ :
déployer sur, étendre sur : γυῖα γῆς BABR étendre ses membres sur la terre en parl. d'un lion.
Étymologie: ἐπί, ἁπλόω.
Russian (Dvoretsky)
ἐφαπλόω: распростирать, растягивать (γυῖα γῆς Babr.); pass. распростираться (σκότος ἐφήπλωται Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐφαπλόω: ἁπλόω, ἁπλώνω, ἄωτον Ὀρφ. Ἀργ. 1333· μετὰ γεν., λέων… γυῖα γῆς ἐφαπλώσας, ἁπλώσας ἐπὶ τῆς γῆς, Βαβρ. 95. 2· στῆθος ἐφαπλώσας… ὄχθην Νόνν. Δ. 15. 9· μετὰ δοτ., δίκτυα νεπόδεσσιν ἐφ. αὐτόθι 20. 385· ἐρετμοῖς χεῖρας Ὀρφ. Ἀργ. 455: - Παθ., λύκου μεγάλου δέρμα λαβὼν… περιέτεινε τῷ σώματι… ὡς τοὺς ἐμπροσθίους πόδας ἐφηπλῶσθαι ταῖς χερσί, οὕτως ὥστε οἱ δεξιοὶ πόδες τοῦ δέρματος τοῦ λύκου νὰ ἁπλωθῶσιν ἐπάνω εἰς τὰς χείρας αὐτοῦ, Λόγγος 1. 20· σκότος ἐφήπλωται Πλούτ. 2. 167Α.
Greek Monotonic
ἐφαπλόω: μέλ. -ώσω, απλώνω ή αναδιπλώνω, σε Βάβρ.