ἐχθραντέος

From LSJ

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἐχθραντέος: Βυζαντ. τύπ. τοῦ ἐχθαρτέος: ― ἐχθραντικός, ή, όν, ἐχθρικός, Νικήτ. Χρον. 184D.