ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread
[Seite 1125] feindselig, Sp.
ἐχθραντικός, -ή, -όν (Μ) εχθραίνωεπιρρεπής σε έχθρα, εχθρικός.