ἑσπόμην
From LSJ
ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation
English (LSJ)
inf. σπέσθαι, aor. 2 of ἕπομαι.
French (Bailly abrégé)
v. ἕπομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἑσπόμην: aor. 2 med. к ἕπω.
Greek (Liddell-Scott)
ἑσπόμην: ἀπαρ. σπέσθαι, ἀορ. β΄ τοῦ ἕπομαι.
English (Autenrieth)
see ἕπω.
Greek Monotonic
ἑσπόμην: απαρ. ἑσπέσθαι, μτχ. ἑσπόμενος, αόρ. βʹ του ἕπομαι.