ἑτερόχρωμος
From LSJ
English (LSJ)
ἑτερόχρωμον, = ἑτερόχροος, Hippiatr.14.
German (Pape)
[Seite 1051] = ἑτερόχροος, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτερόχρωμος: -ον, ἑτερόχροος, Ἱππιατρ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἑτερόχρωμος, -ον)
1. αυτός που έχει διαφορετικό χρώμα, ετερόχρους
2. ποικιλόχρωμος, παρδαλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -χρωμος (< χρώμα), πρβλ. άχρωμος, πολύχρωμος].