ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
ἑτοιμόπιστος: -ον, εὔπιστος, Μάξιμ. Πλανούδ. ἐν μεταφ. Μεταμορφ. Ὀβιδ. 7. 826.